Κάθε πρωί την ίδια ώρα ο ήλιος και το μικρό αγόρι συναντούσαν τη θάλασσα. Έριχναν ο ένας στον άλλον μια ματιά και ξεκινούσαν μεθοδικά τη δουλειά τους. Ο ήλιος να υψώνεται τ' αγόρι να συλλέγει. Αδιάκοπα κι οι δυο τους. Μέχρι ο ήλιος να μεσουρανήσει μέχρι ο μικρός να γεμίσει τον γυάλινο δίσκο του. Με αχιβάδες. Αποκλειστικά κίτρινες. Όσο περισσότερες σωρεύονταν -θραύσματα ηλιαχτίδων- τόσο περισσότερα παιδιά τραβούσαν γύρω τους. Σιωπηλά θαύμαζαν εκείνα, κι απορούσαν. Γιατί τις μαζεύει, πώς τις εντοπίζει, πώς τον λένε, τι τις κάνει, γιατί δεν τους μιλά; Σκυμμένος σταθερά ο συλλέκτης δεν έστρεφε ούτε τα μάτια. Μόνο όταν σηκωνόταν πια ένα σπινθηρισμό στον ήλιο αντιγύριζε κι έφευγε αργά με τον γεμάτο δίσκο του στο βάθος μιας αυλής. Τα άλλα αγόρια της ακρογιαλιάς, -υπνωτισμένα απ' την τελετουργία- τον μιμήθηκαν. Βρήκαν τον ίδιο δίσκο, γυάλινο βαθύ σε σχήμα ανάποδου καπέλου κι όλο το καλοκαίρι εκείνο μάζευαν κίτρινες αχιβάδες δίπλα του χωρίς ν' αλλάξουν ούτε βλέμμα. Με τα πρώτα σύννεφα τους χάρισε ο συλλέκτης μια αχιβάδα στον καθένα κι αποχώρησε στη θάλασσα. Την κράτησαν εκείνα σαν υπόσχεση - στη γλώσσα της υπομονής που μόλις είχαν μάθει.