Στην πορεία του χρόνου, έχουν αλλάξει οι εκτιμήσεις μας, οι προβλέψεις μας, οι προσδοκίες μας, οι αναπαραστάσεις μας, αλλά ακόμη και το πώς ονομάζουμε τις διαταραχές που εμφανίζονται στον αναπτυσσόμενο άνθρωπο. Ο Αυτισμός μετονομάστηκε Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, ώστε να αποτυπωθεί το εύρος που μπορεί να έχει μια τόσο ανομοιογενής διαταραχή. Από ανίατη ασθένεια, θεωρείται, πλέον, αντιμετωπίσιμη διαταραχή. Με ενδιαφέρον παρακολουθούμε από την δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, τις έρευνες και τις μετα-αναλύσεις που καταδεικνύουν ότι οι θεραπευτικές παρεμβάσεις και η εκπαίδευση παιδιών με ΔΑΦ, που βασίζονται στην Εφαρμοσμένη Ανάλυση της Συμπεριφοράς, αποδίδουν βέλτιστα αποτελέσματα ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας του παιδιού. Έτσι, ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών με ΔΑΦ, εφόσον αντιμετωπίζεται με βέλτιστες παρεμβάσεις και έγκαιρα (αν είναι δυνατό και πριν την ηλικία των 3 ετών) θα ξεπεράσει τη διάγνωση και θα ζήσει μια καθ' όλα φυσιολογική ζωή. Αυτή η προοπτική έρχεται ως το καλύτερο αντίδοτο στον επιδημικά αυξανόμενο επιπολασμό της ΔΑΦ, που από μια σπάνια διαταραχή, εκτιμάται σήμερα ως η δεύτερη συχνότερα εμφανιζόμενη αναπτυξιακή διαταραχή. Τέλος, έχουν αλλάξει καταλυτικά και οι εκτιμήσεις μας για τη συμβολή των γονέων στην εξέλιξη του παιδιού με ΔΑΦ. Ο ρόλος της οικογένειας είναι καθοριστικός για τη θεραπευτική έκβαση. Δεν νοείται βέλτιστη παρέμβαση χωρίς την ουσιαστική, μακροπρόθεσμη και συνεπή εμπλοκή των γονέων μετά από συστηματική και υποστηρικτική εκπαίδευση των ίδιων.