Στον πυρήνα αυτού που, με μία ορολογία δάνεια από τον Althusser, θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε εκδοχή του ίδιου του Foucault για τον «θεωρητικό αντιανθρωπισμό», βρίσκεται μία έννοια που αντιπροσωπεύει/αναπαριστά μία τολμηρή καινοτομία και προκαλεί βαθιές αντηχήσεις στη δυτική φιλοσοφία και κουλτούρα: το «εμπειρικο-υπερβατολογικό διπλό». Αυτό το διπλό ον κατονομάζει ένα πανταχού παρόν ον ή οντότητα το οποίο θα πρέπει να παρουσιάζεται την ίδια στιγμή και στις δύο πλευρές του διχασμού επιτρέποντάς μας να περιγράψουμε τη γνώση ως μία δραστηριότητα: αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε ένα αντικείμενο το οποίο, από την άλλη πλευρά, είναι επίσης μία ικανότητα αναπαράστασης ερχόμενη αντιμέτωπη με όλα τα αντικείμενα (είτε ως μία αντίληψη του κόσμου, είτε ως κατασκευή του, είτε ως ιδιοποίησή του μέσω εννοιών και θεωριών).
Η μοντέρνα φιλοσοφία (ειδικά στην καντιανή, κριτική εκδοχή της) θα εξηγούσε ότι αυτή η διπλή εγγραφή χαρακτηρίζει τον «Άνθρωπο» ως ένα ον γένους, το οποίο είναι μέρος της Φύσης ενώ μπορεί επίσης να είναι ικανό να γίνει αντιληπτό ή να συλληφθεί ως ένα σύστημα αντικειμένων και μία ιδέα? το οποίο, επομένως, είναι επίσης ένα «υποκείμενο», ή, σε μία περισσότερο πολύπλοκη διατύπωση, ένα ηθικό άτομο που φέρει το καθολικό υποκείμενο της εμπειρίας. Αυτό το ον δεν είναι καθόλου απόλυτο, αντιθέτως είναι «πεπερασμένο», με μία διπλή έννοια: επειδή υπάρχει μόνο σε σχέση με άλλα όντα σε ένα δεδομένο εξωτερικό περιβάλλον, ως ένα προϊόν εξέλιξης και επειδή η ικανότητά του να ιδιοποιείται τον κόσμο είναι εσωτερικά περιορισμένη.
Η καινοτομία του Foucault στη συζήτηση αυτού του κεντρικού ερωτήματος στη δυτική φιλοσοφία έγκειται στο γεγονός ότι δεν αρκείται ούτε στην αποδοχή ούτε στην απόρριψή του, αλλά θέλει να παράσχει μία γενεαλογία της επινόησης και του περιεχομένου του.