“Η εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να αλλάξεις τον κόσμο”.
Ν. Μαντέλα
Kάθε ουσιαστική εκπαιδευτική διαδικασία «πρέπει να λειτουργεί με αποδοχή κάθε διάστασης της εμπειρίας του εκπαιδευόμενου» όπως υποστήριζε ο Carl Rogers, επιδεικνύοντας το είδος της εμπάθειας που οδηγεί στη διαμόρφωση ενός πιο λειτουργικού εαυτού.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η έννοια του «ελεύθερου χρόνου» έχει μετασχηματισθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιαίτερα με την ενδυνάμωση των Πολιτιστικών Βιομηχανιών σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Όπως έχει επισημανθεί (βιβλιογραφικές αναφορές θα συμπληρωθούν καθώς χρησιμοποιούνται ολόκληρες παράγραφοι) ‘’η καλλιέργεια και η διάδοση ψυχαγωγικών συνηθειών σε συνδυασμό με τις ποικίλες καταναλωτικές διαστάσεις και πρακτικές που προσανατολίζονται σε διαφορετικά «ακροατήρια» ανατροφοδοτεί τη διαδικασία παραγωγής του «παραδοσιακού» πολιτιστικού αγαθού (λ.χ., κινηματογράφος, μουσική, κ.ά.) και ίδρυσης νέων πολιτιστικών βιομηχανιών που σχετίζονται με τις σύγχρονες τάσεις (βλ. διαδίκτυο) στο πεδίο των Νέων Τεχνολογιών.
Το βιβλίο αυτό αρχίζει με την φράση της Μ. Γιουρσενάρ. Δεν είναι τυχαίο. Μπορεί ο και η άνθρωπος να παραμένει ένα έκπαγλο, αντιφατικό, ελπιδοφόρο και συχνά χαμένο, στοίχημα μπροστά στην ομορφιά και στην ασχήμια του κόσμου. Αλλά η Παιδεία κι η Τέχνη επιμένουν… Η ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση που υπάρχει μεταξύ εκπαίδευσης και πολιτισμού και η διερεύνηση της σε επίπεδο εκπαιδευτικής πρακτικής, οι νέες δυνατότητες προβολής, ερμηνείας κατανόησης, και αξιοποίησης βασικών προϊόντων, θεωριών και εννοιών της πολιτισμικής πραγματικότητας που προσέφερε η νέα τεχνολογία, δεν άργησαν, στις αρχές του 21ου αιώνα, (σε μια εποχή βαθύτατων κοινωνικών και πολιτιστικών μεταβολών, μια εποχή «σύγχυσης» μεταξύ σημαντικού κι ασήμαντου και διαμάχης για το τι θα αποδειχθεί «σημαντικό» κι «ασήμαντο» στο μέλλον), να δημιουργήσουν την Πολιτιστική Εκπαίδευση (Π.Ε.) ως ένα ιδιαίτερο και πολυσήμαντο πεδίο πράξ