Η ιστορία αυτού του βιβλίου ξεκίνησε όταν µια προξενήτρα ζαργάνα επισκέφτηκε τον Κόκο, τον κοκωβιό και τον ενηµέρωσε ότι το µοναδικό θηλυκό ψαράκι του είδους του, η Βίνα, ζούσε κάπου στα νερά των Φιλιππίνων. Ο Κόκος, ο τελευταίος µιας µεγάλης ψαροδυναστείας κοκωβιών, ήταν ο µόνος που είχε γλυτώσει από τα δίχτυα των ψαράδων. Τα νέα της ζαργάνας έκαναν την καρδιά του να χτυπά δυνατά και αποφάσισε αµέσως να ψάξει να βρει τη µοναδική αγάπη της ζωής του. Η προξενήτρα, του είχε µιλήσει για µια πανέµορφη κοκωβίνα, που τα λέπια της ιρίδιζαν στο φως του ήλιου και τα πράσινα µάτια της είχαν κάψει καρδιές στον βυθό, ακόµα και του καρχαρία.
Το ταξίδι του για τις Φιλιππίνες κράτησε τριάντα µέρες. Ούτε είκοσι εννιά ούτε τριανταµία. Κολύµπησε σε βαθιά και σε ρηχά νερά. Με φουρτούνα και µε µπουνάτσα. Με φεγγάρι και µε αφέγγαρο ουρανό. Σε όποιο πλάσµα συναντούσε, µιλούσε για τον έρωτά του για την Βίνα. Τους εξηγούσε πως οι δυο τους θα ήταν το τελευταίο ζευγάρι που είχε ξεφύγει από τα δίχτυα των ψαράδων. Όλοι, πρόθυµα τον βοήθησαν να βρει τον σωστό δρόµο. Κάθε µέρα, γνώριζε και από ένα ψαράκι και αυτό του έλεγε τις δικές του εµπειρίες µε τους ανθρώπους. Ο Κόκος κατάλαβε ότι οι άνθρωποι δεν κυνηγούσαν µόνο τους κοκωβιούς.
Την τριακοστή ηµέρα, έφτασε στα νερά των Φιλιππίνων. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, και τότε... την είδε πάνω σε ένα κοράλλι να κάνει ηλιοθεραπεία. Η µικροκαµωµένη ουρά της κουνιόταν στον ρυθµό των ρευµάτων. Η καρδιά του Κόκου σκίρτησε. Η Βίνα, τον είδε και του χαµογέλασε. Ήταν έρωτας από την πρώτη ψαροµατιά.
"Βίνα" του έδωσε ντροπαλά την ουρά της.
"Κόκος" της φίλησε το πτερύγιο µε βαθιά υπόκλιση.
Ο Κόκος για να ευχαριστήσει όλους αυτούς που τον βοήθησαν να βρει το ταίρι του, έγραψε ένα βιβλίο, "Τα ψαραµυθάκια", µε τις ιστορίες που του είχαν αφηγηθεί.
Και αν ρωτάτε για τον Κόκο και τη Βίνα, έζησαν µαζί µέχρι τα βαθιά γεράµατα µια ζωή σαν ψαραµύθι.