Στο κέντρο και το μικρό καφενεδάκι,
το στέκι των «Μεγάλων»
βρέχει και οι χοντρές σταγόνες της βροχής
κτυπούν στο καλντερίμι
τζάμια θολά
ο υγρός αέρας ανοίγει τα παράθυρα.
Σκύβουν μισόγιμνες γυναίκες
ακούγονται βραχνά τραγούδια και γέλια
ξανακλείνουν τα παράθυρα
ακόρεστη πληρωμένη ηδονή
ανθρώπινη μυρωδιά
βρισιές με ερωτικές κραυγές
και ο λακκιώτικος «θίασος»
όλοι οι Λακκιώτες του δρόμου
όλοι οι «ήρωες».
Ο «Μπουκάλας», ο «Λαουτιέρης»,
η ηρωϊκή μορφή η «Σαββάτω»
επίσης η μεγαλύτερη «Περσόνα»
που πάνω της είχε επενδύσει
όλες του τις ονειρώξεις το παιδομάνι
Και πάνω απ’ όλα και όλους, ο «Γέρος».
Ο «Γέρος» ήταν κάτι σαν ξωτικό