Για σχεδόν έναν αιώνα, οι συμβάσεις και οι πράξεις που καταρτίζονταν στην Ελλάδα επιβαρύνονταν με το τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Νόμων Τελών Χαρτοσήμου (ΚΝΤΧ, π.δ. της 28ης Ιουλίου 1931, Α' 239). Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα εφαρμογής, κατέστησαν απαρχαιωμένες, καθώς δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις σύγχρονες συναλλακτικές ανάγκες και δεδομένα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παλαιότητας του πλαισίου είναι το γεγονός ότι το τέλος χαρτοσήμου επιβαλλόταν αποκλειστικά σε γραπτές συμβάσεις καταρτισμένες στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της συναλλαγής. Παράλληλα, οι διατάξεις δεν προσδιόριζαν με σαφήνεια τις διαδικασίες δήλωσης, βεβαίωσης και είσπραξης του τέλους, δημιουργώντας ασάφειες σχετικά με την υποχρέωση δήλωσης και κατανομής της οικονομικής επιβάρυνσης μεταξύ των συναλλασσομένων.
Αυτές οι ελλείψεις είχαν προφανείς αρνητικές συνέπειες τόσο στην εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων όσο και στη δημιουργία κλίματος φορολογικής αβεβαιότητας, γεγονός που επηρέαζε αρνητικά τις συναλλαγές και τις επενδύσεις.
Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά και να ανταποκριθεί η φορολογική νομοθεσία στις σύγχρονες ανάγκες, κρίθηκε απαραίτητη η θέσπιση ενός νέου, σύγχρονου θεσμικού πλαισίου. Με τον νέο νόμο 5135/2024, καθιερώνεται ένας ενιαίος φόρος για τις συναλλαγές, συμβάσεις και πράξεις που απαριθμούνται περιοριστικά στον νόμο και δεν υπάγονται σε άλλους έμμεσους φόρους (όπως ο ΦΠΑ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων και η φορολογία κεφαλαίου).
Με τη νέα νομοθεσία, καταργείται το τέλος χαρτοσήμου σε σειρά σημαντικών συναλλαγών, όπως το χρησιδάνειο, οι ασφαλιστικές συναλλαγές, η σύσταση και αύξηση κεφαλαίου μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, οι ενέγγυες πιστώσεις τραπεζών, οι συμβατικοί τόκοι δανείων και πιστώσεων, καθώς και σε συναλλαγές που σχετίζονται με χαρτόσημα επί παραβόλων (π.χ. άδειες γάμου, επαγγελματικές άδειες). Επίσης, καταργείται το τέλος χαρτοσήμου 2,40% ή 3,60% επί των κρατήσεων υπέ