Η πράξη του χορευτή είναι κράμα φαντασίας, θέλησης, τεχνικής, εμπειρίας, επιμονής και προσήλωσης. Με αυτόν τον τρόπο, μια σκηνική χορευτική πραγματικότητα γίνεται αισθητική και έντεχνη.
Η αισθητική στην τέχνη είναι αυτό που η θεωρία καταγράφει ως προσαρμοσμένη μάθηση, παιδεία, γνώση. Ο στόχος είναι ο ίδιος σε όλες τις τέχνες: καταγραφή, κατάταξη του χαρακτήρα, της μορφής και του ύφους, αναζήτηση της θέσης του χορού σε σχέση με τις άλλες τέχνες. Σε τελική ανάλυση, είναι η ανάπτυξη της εμπειρικής γνώσης του καλλιτέχνη δημιουργού σε γνώση θεωρητική.
Από τα χορογραφικά θεάματα, οι θεατές προσδοκούν όχι μόνο περιεχόμενο, αλλά και αρτιότητα μορφής και εκτέλεσης.
Είναι λίγα τα χρόνια που η Ελλάδα ασχολείται με το μεγάλο αυτό πρόβλημα της προσέγγισης στην εκπαίδευση του χορού. Ελάχιστοι ήταν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ταυ κλάδου που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια της ολοκληρωμένης μόρφωσης του χορευτή και της χορεύτριας.
Μέχρι σήμερα, η ελληνική χορευτική παιδεία δε βοηθά το σπουδαστή να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, το σώμα του, τις ιδιαίτερες, προσωπικές του σωματικές και νοητικές λειτουργίες. Η επιβολή ατέλειωτων ωρών εξαντλητικής εξάσκησης; αποβαίνει σε βάρος της ανάδειξης και συνειδητοποίησης των προσωπικών ιδιαιτεροτήτων του χορευτή και οδηγεί στην κατασπατάληση και κατάχρηση του μυϊκού του δυναμικού. Η ελληνική χορευτική εκπαίδευση πάσχει επίσης από βιβλιογραφική ανεπάρκεια, που συνέπεια έχει την παραγωγή δασκάλων με ελλιπείς θεωρητικές γνώσεις. Η συμβολή των επτά μελετημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο είναι σχεδόν αυτονόητη, η ενασχόληση επτά νέων χορευτών και χορογράφων με τη θεωρία της τέχνης είναι παρήγορη και ελπιδοφόρα. Η ελληνική χορευτική εκπαίδευση μπορεί στο μέλλον να προσβλέπει στη δημιουργία μιας δικής της θεωρητικής ταυτότητας.