Καθώς το αποχαιρετιστήριο δείπνο έφτανε στο τέλος του, ο Μπόμπ Μπέργκερ, ο φίλος μου από τα παλιά, έκανε νόημα ότι είχε ανάγκη να μου μιλήσει. Είχαμε ακολουθήσει διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις, εκείνος χειρουργούσε καρδιές, εγώ θεράπευα ραγισμένες καρδιές μέσα από τη συζήτηση, κι όμως μεταξύ μας υπήρχε ένας στενός σύνδεσμος πού το νιώθαμε κι οι δύο πως θα διαρκούσε όλη μας τη ζωή. Όταν με πήρε απ' το μπράτσο για να με τραβήξει παράμερα, κατάλαβα πως συνέβαινε κάτι εξαιρετικό. Ο Μπόμπ πολύ σπάνια με άγγιζε. Κάτι τέτοια τα παρατηρούμε εμείς οι ψυχίατροι. Έσκυψε στο αυτί μου και είπε βραχνά: Μου συμβαίνει κάτι πολύ βαρύ... ξεσπάει το παρελθόν... οι δύο ζωές μου, της νύχτας και της μέρας, γίνονται ένα. Έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον ". Κατάλαβα. Μετά τα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε στην Ουγγαρία την εποχή του Ολοκαυτώματος, ο Μπόμπ ζούσε δυο ζωές: μια το πρωί, σαν ένας γλυκομίλητος, αφοσιωμένος και ακούραστος καρδιοχειρουργός, και μια άλλη τη νύχτα, όπου στα όνειρά του περιφέρονταν θραύσματα από φρικτές αναμνήσεις. Για την πρωινή του ζωή γνώριζα τα πάντα, για τη νυχτερινή όμως στα πενήντα χρόνια της φιλίας μας δεν είχε αποκαλύψει τίποτα. Ούτε ποτέ είχα ακούσει απ' το στόμα του ένα ξεκάθαρο αίτημα για βοήθεια: ήταν κλειστός, μυστηριώδης, αινιγματικός. Δημοσίευε πυρετωδώς, δίδασκε και χειρουργούσε ακαταπόνητα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο πού εμφύτευσε τεχνητή καρδιά μερικής υποβοήθησης, εξασφαλίζοντας μακρόχρονη επιβίωση. Και όλ' αυτά απόλυτα μόνος στον κόσμο -είχε χάσει όλους τους δικούς του στο Ολοκαύτωμα. Για το παρελθόν του όμως δεν έλεγε τίποτα. Μ' έτρωγε η περιέργεια, γιατί δεν είχα γνωρίσει άλλον άνθρωπο που να έζησε από πρώτο χέρι τη φρίκη των στρατοπέδων, ο Μπόμπ όμως απόδιωχνε τις ερωτήσεις μου και με κατηγορούσε γιά ηδονοβλεψία." [... ]