Κανείς δε νοιάστηκε τον κήπο, χρόνια τώρα.
Ωστόσο εφέτος –Μάης, Ιούνης–
άνθησε από μόνος του και πάλι, λαμπάδιασε όλος ως τα κάγκελα,
χίλια τριαντάφυλλα, χίλια γαρύφαλλα,
χίλια γεράνια, χίλια μοσχομπίζελα
μενεξελί, πορτοκαλί, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο,
χρώματα – χρώματα – φτερά –
τόσο που πρόβαλε ξανά η γυναίκα με το παλιό της ποτιστήρι
να ποτίσει – ωραία και πάλι, γαλήνια, με μια αόριστη καλή πεποίθηση.
Κι ο κήπος την έκρυψε ως τους ώμους, την αγκάλιασε,
την κέρδισε όλη, τη σήκωσε στα χέρια του.
Κι είδαμε τότε, μέρα μεσημέρι, που ο κήπος κι η γυναίκα
με το ποτιστήρι αναλήφθηκαν
κι όπως κοιτούσαμε ψηλά, κάτι σταγόνες απ’ αυτό το ποτιστήρι
έπεσαν ήσυχα στα μάγουλά μας, στο πηγούνι μας, στα χείλη.
Γιάννης Ρίτσος, Αναγέννηση,
3.VI. 69, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ – ΣΑΜΟΣ
Το ποίημα του Ρίτσου (έστω και μέσα από μια ετεροχρονισμένη οικοφεμινιστική κατανόησή του) αποτέλεσε μία ποιητική έμπνευση για την παρούσα εργασία, η οποία αναφέρεται στη “νέα γυναίκα”, την Θεοτόκο, ως το κεντρικό πρόσωπο στην Ορθόδοξη θεολογία η οποία μπορεί να φωτίσει τα πλαίσια διαμόρφωσης μιας Ορθόδοξης οικοφεμινιστικής σκέψης και θεολογίας.
Η Θεοτόκος είναι η “γυναίκα που έρχεται ξανά” στον “κήπο”, όπως στο ποίημα, (η “νέα Εύα” κατά την Ορθόδοξη διδαχή) και μέσα από τη ζωή της και τον κόπο της (“το ποτιστήρι της”), γίνεται “συναίτιος της σωτηρίας”.