Στη "Θεσσαλονίκης τοπιογραφία" βλέπω την αγαπημένη μου πόλη ως σύνολο επιμέρους τοπίων, που αποτελούν το σημερινό τραυματισμένο, αλλά διαιώνιο σφριγηλό σώμα της. "Τοπία" όχι απλώς γεωγραφικά, πολεοδομικά, ιστορικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά, αλλά ως χώρους ζωντανούς, ως τοπία ψυχής που προσεγγίζονται με συναισθηματική διάθεση. Διαστρωματωμένες στους αιώνες συνοικίες και παλίμψηστοι δρόμοι, η τοπογραφία του έρωτα και του θανάτου, οι ανεξιχνίαστες πολιτικές δολοφονίες και αμφίστομες εκτελέσεις, η κληρονομιά της χαμένης πολυεθνικής κοινωνίας και η ποικιλία του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού που χάθηκε με τη μεταπολεμική αντιπαροχή, τα αδέσποτα χρονικά της ερωτικής ζωής στα δέντρα της πόλης, τόποι δόξας, πτώσης και μαρτυρίου κοινωνικών ομάδων και ατόμων που πέρασαν στη λήθη. Είναι μια αναρρίπιση της ιστορικής της μνήμης και της αστικής παράδοσης, με προσωπική επιλογή των χώρων και των γεγονότων που με άγγιξαν απλώς ή με συγκλόνισαν, δίνοντας ψυχή και όνομα στους νεκρούς αστικούς χώρους και το ισοπεδωτικό "δομημένο περιβάλλον" που πνίγει την πόλη. Αποτελεί, κοντολογίς, μια λυρική και μελαγχολική προσέγγιση της Θεσσαλονίκης για όσα χάθηκαν, καταπλακώθηκαν ή λησμονήθηκαν από τη συλλογική μνήμη και συνείδηση της πόλης.