Θρησκεία, Νόμος και Ηθική κατανοήθηκαν διαχρονικά ως οι τρεις βασικοί πυλώνες της κοινωνίας. Άλλοτε αποτελούσαν μια ενότητα με αρχική αιτία και σημείο αναφοράς τη Θρησκεία, χωρίς να συνιστά αυτό απαραίτητα θεοκρατία, και άλλοτε χωριστές και αυτονομημένες οντότητες. Στη δεύτερη περίπτωση είναι δυνατό να συναντήσουμε ένα Δίκαιο ανήθικο και άθεο, μια Θρησκεία παράνομη και μια Ηθική άθρησκη και άνομη. Η χειραφέτηση από την παραδοσιακή θρησκευτικότητα ακόμη και του ίδιου του θρησκευτικού φαινομένου δεν σηματοδοτεί και τον μεταφυσικό απορφανισμό της νομοθεσίας. Έτσι είναι δυνατό αυτή να διεκδικεί ρόλο Θρησκείας ή και ρόλο υποκατάστασης της Ηθικής. Είναι αυτό που λέγεται ότι "το νόμιμο είναι και ηθικό" ή το "νόμιμο είναι και θεάρεστο". Από τέτοιες αντιλήψεις, που φαίνεται να μην είναι ευρέως αποδεκτές, μπορεί να μας απαλλάξει μια αναψηλάφηση της σχέσης θρησκευτικότητας και νομιμότητας, από την οποία μπορεί να προκύψει ότι μια άκριτη, αντίθεη και ανήθικη ή αήθης νομιμότητα όχι μόνο δεν συνιστά κοινωνική ή πολιτισμική πρόοδο, αλλά μας οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς με πιθανή κατάληξη την κοινωνική εξέγερση, γιατί νόμοι χωρίς ανθρωπιά βάλλουν ευθέως εναντίον της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής ειρήνης. Είναι δε προφανές ότι η ανυποταγή σε τέτοιους νόμους όχι μόνο δεν συνιστά ανυπακοή στο Θεό, αλλά αποτελεί συνεπή συμμόρφωση στο "πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις".