Όταν ξύπνησε το Αρκουδάκι, ο ήλιος έλαμπε έξω από το παράθυρο. «Τι όμορφο πρωϊνό!» είπε. «Σήμερα θα κάνω κάτι διαφορετικό.» Έβγαλε τις πιτζάμες του κι έψαξε το παντελόνι του. Το έψαξε στην καρέκλα όπου το είχε αφήσει. Μετά κάτω από το κρεβάτι. Μετά στη συρταριέρα. Όμως το παντελόνι του δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν πουθενά… Γιατί κανείς δεν ήξερε που είναι το παντελόνι του;