Στάθηκα σε μια άκρη της μικρής αίθουσας που την κυριαρχούσε το αριστούργημα. Έψαξα ένα ένα τα πρόσωπα των ανθρώπων που το κοίταζαν. Υπήρχε ο θαυμασμός, η περιέργεια, ακόμα και το λίγο βαριεστημένο βλέμμα των ανθρώπων που επισκέπτονται ένα μουσείο γιατί πρέπει να το επισκεφτούν. Τέσσερα όμως πρόσωπα είχαν μια διαφορετική έκφραση. Την έκφραση μιας απορίας, σκέψεως, «μελέτης» θα μπορούσα να πω. Τέσσερις άνθρωποι δεν θαύμαζαν ή χάζευαν το αριστούργημα, αλλά το μελετούσαν σαν αντικείμενο δουλειάς. Κι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι με την ιδιαίτερη έκφραση ήταν ο εισαγωγεύς των ηλεκτρικών μηχανημάτων, ο πρίγκιπας, ο Εγγλέζος μπεκρής μου και, φυσικά, ο καθηγητής κάτω από το καλοκάγαθο ύφος και την αρχαιολογική φλυαρία του. Ο πέμπτος, ασφαλώς, αλλά αυτό δεν το’ βλεπα, θα ήμουν εγώ.