Εσύ δεν πιστεύεις τίποτα. Εσύ ακούς αυτά που σου λέω σαν ν’ άκουγες τη βροχή ή σαν ν’ άκουγες τον άνεμο, χωρίς να καταλαβαίνεις τίποτα, κι αυτό γιατί δυσκολεύεσαι να πιστέψεις στα πράγματα, είσαι σαν εκείνους τα παλιά χρόνια, αλλά είναι κρίμα γιατί έζησες ανάμεσα σ’ ανθρώπους απ’ τους οποίους έπρεπε να μάθεις να πιστεύεις, γιατί εσένα σε μεγάλωσε η δόνια Προυδένσια, πιο πολύ έμεινες μαζί της παρά μαζί μου, κι εκείνη ήξερε πράγματα, ήξερε αυτά για τον αέρα και πρέπει να σ’ τα ’χε πει, αλλά εσύ είσαι δύσπιστος και δε θα σου βγει σε καλό, γι’ αυτό και, όταν εγώ σου διηγούμαι ένα θαύμα, εσύ με ρωτάς τι έγινε μετά, λες κι έχει σημασία. Eχει τη μικρότερη σημασία από καθετί. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξέρεις ότι εκείνη την εποχή για την οποία σου μιλάω όλα ήταν δυνατά, ενώ τώρα δεν είναι τίποτα, γιατί όλα σβήστηκαν.
Απομάγευση, το σήμα κατατεθέν των τελευταίων χρόνων, των πολλών τελευταίων χρόνων. Η ανάγκη για ρεαλισμό, η υποχώρηση της φαντασίας, η περιφρόνηση της προφορικής αφήγησης, ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός: παραμύθια. Η ερώτηση: τι έγινε μετά; Η απαίτηση για εξηγήσεις και αποδείξεις. Όχι μόνο στη λογοτεχνία, και στην τέχνη εν γένει, εκεί που η υποσημείωση “βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα” φιγουράρει όλο και συχνότερα, αλλά και στη ζωή την ίδια, την ενήλικη ζωή, την μεταπαιδική ζωή του καθενός. Όμως κάποιοι επιμένουν. Ευτυχώς. Ο Χόρχε Γκαλάν είναι ένας απ’ αυτούς.
Ξεκίνησα την ανάγνωση με επιφυλάξεις, λίγες όμως σελίδες ήταν αρκετές για να καμφθούν και τελικά να εξαφανιστούν, να δώσουν τη θέση τους στην αναγνωστική απόλαυση, στη μαγεία, που τόσο λείπει πια. Οι επιφυλάξεις, συνειδητοποίησα αργότερα, δεν είχαν μόνο να κάνουν με τη φιλοδοξία του συγγραφέα να διηγηθεί μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού και λαϊκής παράδοσης, να βάλει σε πρώτο πλάνο την προφορική αφήγηση της γιαγιάς του αφηγητή, αλλά και με τη δική μου “ικανότητα” να απολαύσω μια ιστορία όπως αυτή, εκεί που άνθρωποι πετούν και εγκαταλείπουν έναν τόπο όταν σηκωθεί αέρας.