«Απορώ», έγραφε ο Ντουμά, «πώς μπόρεσαν μερικοί επιστήμονες και συγγραφείς να υπογράψουν ένα τέτοιο ντοκουμέντο. Η πράξη αυτή δεν είναι μόνο αποκρουστική, είναι και ανόητη. Για να εμποδίσουν την πρόοδο, μια χούφτα άνθρωποι ονειρεύονται την πανούκλα, ονειρεύονται έναν καινούργιο κατακλυσμό και θάλασσες από ανθρώπινο αίμα, για να πνίξουν μέσα την ανθρωπότητα. Στο έγκλημα όμως αυτό, η ανθρωπότητα απαντάει: Ποτέ! Η αγανακτισμένη συνείδησή της θυμίζει ένα κύμα πρωτοείδωτο ίσως στην Ιστορία. Ένας Σοβιετικός επιστήμονας, που συνάντησα στη Στοκχόλμη, μου διηγήθηκε ότι σύμφωνα με μια λαϊκή ρωσική παράδοση το ένατο κύμα είναι το πιο μεγάλο...» «…Περνώντας μπροστά από το Μαυσωλείο, η Νίνα Γκεόργκεβνα είχε στραμμένο το πρόσωπό της προς τον Στάλιν. Ο Στάλιν χαμογελούσε. Χαμογελούσε και η Νίνα Γκεόργκεβνα. Χαμογελούσε στον άνθρωπο αυτόν, που είχε γνωρίσει τον κόσμο τον παλιό, που στάθηκε στο πλευρό του Λένιν, που αγωνίστηκε, που φυλακίστηκε και σήκωσε στην πλάτη του το πιο βαρύ φορτίο. Χαμογελούσε στον άνθρωπο που δυνάμωσε το κράτος των Σοβιέτ και οδήγησε το λαό νικητή, μέσα από τη θύελλα την τρομερή και στέκεται τώρα φρουρός της ειρήνης και της ζωής...» Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας του (Η πτώση του Παρισιού, Θύελλα, Το ένατο κύμα) ο Έρενμπουργκ μας μεταφέρει πλέον στην περίοδο που τελειώνει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ παράλληλα ξεκινάει ο λεγόμενος «Ψυχρός Πόλεμος».