"Τρεις ημίγυμνοι άντρες ήταν παλουκωμένοι πάνω σε μυτερούς πασσάλους που στηρίζονταν στις φαρδιές σανίδες μιας ξύλινης εξέδρας. Τα τεντωμένα χέρια τους είχαν δεθεί σε οριζόντιες δοκούς που σχημάτιζαν έναν σταυρό με κάθε πάσσαλο, τα κουρεμένα κεφάλια τους είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω με ένα σκοινί. Στο άρρωστο φως του ήλιου τα διαστρεβλωμένα μέλη και τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα ήταν ακίνητα..."
Το πρώτο μισό του 9ου αιώνα η έριδα της Εικονομαχίας έχει διχάσει για δεύτερη φορά τη βυζαντινή κοινωνία, ενώ οι συνεχείς επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία έχουν αποσταθεροποιήσει το κράτος.
Μάιος του 832: Ο αυτοκράτορας στέλνει τον πρωτοσπαθάριο Λέοντα επικεφαλής μιας πρεσβείας στον χαλίφη της Βαγδάτης για να διαπραγματευθεί ειρήνη στην Ανατολή. Ο πρεσβευτής και η συνοδεία του φτάνουν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, τελευταίο σταθμό πριν από τα σύνορα. Κάτω από την ήρεμη επιφάνεια, τα πράγματα βρίσκονται σε αναβρασμό. Άραβες κατάσκοποι προετοιμάζουν μια εξέγερση, καλόγεροι υποθάλπουν την αίρεση της Εικονολατρίας, σωματέμποροι κλέβουν νεαρές γυναίκες για τα σκλαβοπάζαρα της Συρίας. Ο στρατιωτικός διοικητής φαίνεται πως έχει χάσει τον έλεγχο της πόλης. Ο αποτρόπαιος φόνος της δεκατριάχρονης κόρης του δικαστή έξω από τα τείχη τον αναγκάζει να ζητήσει τη βοήθεια του πρεσβευτή.
Ο πρωτοσπαθάριος Λέων ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή την ήσυχη ζωή ενός κρατικού αξιωματούχου. Ανύπαντρος, λίγο απόμακρος, διαβάζει ερωτικά μυθιστορήματα και παίζει μουσική με ένα εβένινο λαούτο. Τώρα, ανάμεσα στους στρατώνες, τα καπηλειά και τα πορνεία της Καισάρειας, πρέπει να λύσει πρωτόγνωρα γι' αυτόν εγκλήματα και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και το παρελθόν του.