Η βροχή είχε σταματήσει από νωρίς. Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος απλώθηκε παντού. Μια μυρωδιά μοναδική, γήινη, επιβλητική, ανθρώπινη, αριστερή!...
Απέραντος ο καταπράσινος κάμπος, η σιωπή της φύσης φιλοσοφικό δοκίμιο και το απαλό αεράκι που σηκώθηκε ξαφνικά, ανάσα ζωής μοναδική! Στο κέντρο του κάμπου, προβάλλει μια φιγούρα αλλιώτικη, θεατρική, καφκική!
Προχωρεί σαν πρωταγωνιστής του Αγγελόπουλου και δείχνει να απολαμβάνει την τέλεια αρμονία της φύσης. Πού και πού σκύβει, παίρνει μια χούφτα χώμα και το φέρνει κοντά στη μύτη του ιεροτελεστικά, σαν θεία κοινωνία. Είναι ο Αλέκος Λυκόπουλος, ο αντάρτης…
Η βροχή σταμάτησε απότομα, όπως άρχισε, και του φάνηκε πως έκλαιγε και κείνη μαζί του. Κοίταξε ψηλά στα σύννεφα σαν να ‘θελε να τα ευχαριστήσει, το κλάμα όμως δεν έλεγε να σταματήσει.
Έκλεισε τα μάτια της ψυχής του, ενώ μέσα στον ύπνο του τού φάνηκε πως άκουγε μια φυσαρμόνικα… με παλιές κόκκινες μελωδίες!