Το πρωί, πριν καλά-καλά ξημερώσει, ξυπνήσαμε έντρομοι από τα ουρλιαχτά της Φρίντας, της σκυλίτσας που είχαμε σαν έκτο μέλος της οικογένειας. Βγήκαμε στην αυλή και παγώσαμε από το θέαμα.
Ποτέ δεν την είχαμε ξαναδεί έτσι. Έτρεχε ουρλιάζοντας σαν αφιονισμένη πάνω κάτω στην αυλή, έβγαζε αφρούς απ' το στόμα και κοπανιόταν στην εξώπορτα, σα να 'θελε να τη σπάσει, να βγει έξω. Η μητέρα μου έκανε το σταυρό της, έπιασε το κεφάλι της και σε λίγο ,οι οιμωγές της κάλυψαν τ' αλυχτίσματα της Φρίντας.
- Το φάγανε το παιδί μου!... το φάγανε!...
Το μεσημέρι μάθαμε πως πράγματι, τους είχαν εκτελέσει στις 6.30' το πρωί· αλήθεια, πώς το 'νιωσε το σκυλί μας από τόσα χιλιόμετρα μακριά! Οι αρχές δεν μας έδωσαν το σώμα του ούτε και καμία άλλη πληροφορία. Κάποιοι μας είπαν πως τους είχαν θάψει στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς, όμως όσο κι αν ψάξαμε εκεί, δεν βρήκαμε τίποτε.
Ένα μήνα μετά, ένας λογοτιμήτης κρατούμενος μας έφερε το επανωφόρι του αδελφού μου και μας είπε να το ψάξουμε καλά. Μέσα στις φόδρες του, σε προσεκτικά διπλωμένα χαρτάκια, ο αδελφός μου είχε από ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα για μας, την αγαπημένη του και τους φίλους του. Τα φυλάω μαζί με το ρολόι του σαν ιερά κειμήλια μέχρι σήμερα