Ήταν το βράδυ της ισημερίας. Μέσα στη θάλασσα το γέρικο ψάρι είχε μαζέψει τα δώδεκα χιλιάδες παιδιά κι εγγόνια του και τους έλεγε ένα παραμύθι.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μαύρο ψαράκι που ζούσε με τη μάνα του σ' ένα ποταμάκι. Αυτό το ποταμάκι πήγαζε από τις πέτρινες πλαγιές του βουνού και κυλούσε στο βάθος μιας κοιλάδας.
Το σπίτι του ψαριού και της μάνας του ήτανε πίσω από μια μαύρη πέτρα κι ήταν ολόκληρο σκεπασμένο με φύκια που χρησίμευαν σαν σκέπασμα για τη νύχτα. Τα βράδια κοιμόνταν κι οι δυο μαζί κάτω από τα φύκια. Το ψαράκι είχε καημό να δει έστω και για μια φορά το φεγγάρι μέσα στο σπίτι τους. [...] (Από την έκδοση)