Πώς γίνεται δύο ή περισσότερα ξεχωριστά πράγματα να μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο; Το γεγονός ότι αναρίθμητες οντότητες ή αντικείμενα, απολύτως διακριτά μεταξύ τους, μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες σημαίνει ότι τα αντικείμενα αυτά είναι φορείς στοιχείων των οποίων η ενικότητα με κάποιον τρόπο έχει διαχυθεί στην πολλαπλότητα. Η έννοια του ανθρώπου είναι ενική, αλλά μπορεί και επιμερίζεται στον άπειρο αριθμό των ανθρώπων ενόσω παραμένει όμοια και ίδια. Τα καθόλου είναι τέτοιες έννοιες που βρίσκουν εφαρμογή σε άπειρες πραγματώσεις, ενώνοντας τα επιμέρους με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο.
Ο προβληματισμός αυτός οδήγησε στην αντιπαράθεση για το εάν τα καθόλου είναι εξίσου πραγματικά με τα επιμέρους, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα καθόλου προέρχονται από τη νόηση, ενώ τα επιμέρους είναι παρατηρησιακές οντότητες. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία δύο μεγάλων φιλοσοφικών ρευμάτων: του ρεαλισμού, που υποστηρίζει την αυθύπαρκτη πραγματικότητα των καθόλου, και του νομιναλισμού, που τα απορρίπτει. Στην αναμέτρηση αυτή πρωταγωνίστησαν ο Σκώτος, υποστηρικτής της τυπικής αντικειμενικότητας και υπέρμαχος των εννοιών, και ο Όκαμ, επικριτικός ως προς τον ρόλο της νόησης.
Η διερεύνηση της αρχής της εξατομίκευσης, του πώς δηλαδή προκύπτει το επιμέρους, του οποίου η ύπαρξη θεωρείται δεδομένη και από τα δύο φιλοσοφικά μοντέλα, είναι αυτή που αναμένεται να δώσει τη λύση στο πρόβλημα των καθόλου. Εάν η πραγματικότητά τους αποδειχθεί, τότε μπορεί να θεμελιωθεί η αντικειμενικότητα, και την ίδια στιγμή αποκαθίσταται η σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και την εξωτερική πραγματικότητα. Στο σύστημα του Ιωάννη Δουνς Σκώτου, η εξατομίκευση αλλά και τα καθόλου μπορούν να αποδειχθούν εάν ακολουθήσουμε μια πορεία όχι από τα «πολλά» στο «ένα» –σύμφωνα με την αφαιρετική δομή της νόησης που αίρει το ατομικό– αλλά από το
Στέλνουμε στη διεύθυνση που επιλέγετε μοναδικές προσφορές που θα ήταν κρίμα να τις χάσετε!