Ανάμεσα στα όσα αποκαλύπτουμε με τις λέξεις και στα όσα κρύβουμε μέσα μας, υπάρχει μια αναπόφευκτη τομή, μια ρωγμή ψυχικής έντασης: το μη-λεχθέν των συναισθημάτων. Αυτός ο εσωτερικός μονόλογος που βιώνουμε καθημερινά είναι ένας αμοιβαίος συμβιβασμός ανάμεσα στο κρυφό και στο υπονοούμενο, στον τρόμο και στην επιθυμία. Σύστημα άμυνας και χώρος ελευθερίας του ατόμου, το μη-λεχθέν δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα. Εύπλαστο και πολύπλοκο, διαχέεται τόσο στην περιοχή του ασυνείδητου, όσο και στην περιοχή της συνειδητής έκφρασης. Ανήκει εξ ολοκλήρου στον κάθε άνθρωπο χωριστά και δεν μπορεί να μεταδοθεί ως εμπειρία του εαυτού για τον εαυτό. Όμως, η ύπαρξή του είναι αναμφισβήτητη: «Έχω το μη-λεχθέν μου, άρα υπάρχω» θα μπορούσε να είναι η φράση που το νομιμοποιεί. Όσο δύσκολος είναι ο προσδιορισμός του μη-λεχθέντος, εξίσου δύσκολη είναι και η ανάλυσή του, καθώς η ένταση και η πυκνότητα του βιώματος που έχουν σημασία για την κατανόησή του δεν μπορούν να υπαχθούν σε μια αιτιοκρατική «επιστημονική» εξήγηση.
Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει να σχηματοποιήσει ή να υπεραπλουστεύσει κανείς μια εσωτερική εμπειρία, ο Claude Olievenstein, ψυχίατρος και διακεκριμένος θεωρητικός σε θέματα εξάρτησης, διερευνά διεισδυτικά το μη-λεχθέν σε διάφορους τομείς: στη θρησκεία, στην τέχνη, στην επιστήμη, στην ερωτική συμπεριφορά, στις διαπροσωπικές σχέσεις κ. ά. Η θρησκεία και η τέχνη, κυρίως μέσω της τελετουργίας, αυτής της προνομιακής άρσης της απαγόρευσης, μπορούν να γίνουν διαιτητές ανάμεσα στην πράξη και στη λογοκρισία. Στο χώρο της επιστήμης, το μη-λεχθέν εδράζεται τόσο στην πεποίθηση ότι ο καθένας θα έχει κάποιο προσωπικό όφελος, βαθύτερο, από την αρρώστια, τον πόνο, το θάνατο, όσο και στην υπεροψία της παντοδυναμίας του επιστημονικού λόγου απέναντι σε οτιδήποτε μη-κατανοητό. Το μη-λεχθέν της σεξουαλικότητας: η επιθυμία για ευχαρίστηση του άλλου και συγχρόνως η ναρκισσιστική διάθεση να επιβεβαιώσεις τη δική σου δύναμη. Το μη-λεχθέν του άγχους: ο φόβος κάποιου να μην αγχωθεί , αλ