Με το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο, ο Γιάννης Κοτσιφός επιχειρεί ένα οδοιπορικό «ανθρώπινων δεσμών», όπως γράφει χαρακτηριστικά σε έναν στίχο του. Αναλαμβάνει τον ρόλο του παρατηρητή και συναντά «τη σιωπηρή αγωνία των ταξιδιωτών / που πάντα θα διαλέγουν να δειπνούνε μόνοι». Τα ίχνη της συνθέτουν ένα μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων: το γράφουν όλοι, και κανένας δεν θα μπορεί να το διαβάσει ακέραιο ποτέ. Με αυξημένη ποιητική ενσυναίσθηση, επισκέπτεται νοερά τόπους όπως η Στοκχόλμη, η Σκοτία, το Σεράγεβο, το Αμβούργο, η Λισαβόνα, καταγράφοντας την απουσία της αθωότητας και της αγάπης. Το πικρό χιούμορ, η λιτότητα και η ησυχία του λόγου τού επιτρέπουν να αναδείξει λεπτές αποχρώσεις αισθημάτων: «Δεν θα αγαπήσουμε με λίγη απ’ την αδημονία / εκείνου του απογεύματος που άγγιξα την επιφάνεια του θρανίου σου / όπως θα βύθιζα τα δάχτυλά μου στο νερό ενός ρηχού ποταμιού / κοιτάζοντας προς τα κει που με περίμενε η θάλασσα». Εντέλει, όμως, ο ποιητής επινοεί μια ανοιχτή έξοδο προς την ελευθερία συμπεριλαμβάνοντας και όσους ακόμα μπορούν να ταυτιστούν με μια λυτρωτική λύση: «Κανείς δεν χρειάζεται να αποφασίσει προς τα πού να κοιτάξει».