Ο Ευγένιος Τριβιζάς ζει την εποχή που τον γέννησε. Την κατέχει, την αισθάνεται και την εκφράζει. Στα γραφτά του ότι κι αν είναι -στίχος ή πεζά, παραµύθια για µικρά παιδιά ή θέατρο, κινείται σαν άνθρωπος που έχει γευθεί όλες τις αντινοµίες, τις παραξενιές, και τις εξάρσεις του καιρού του. Σ' αυτά που προσδέχεται προσθέτει τη φαντασία, την ποίηση, την εφευρετικότητα της δικής του ιδιοσυγκρασίας.
Στο θεατρικό του: "Το όνειρο του σκιάχτρου" συγκεντρώνει τα µηνύµατα της εποχής αυτής, που κυκλοφορούν και φορτίζουν τον αέρα που ανασαίνουµε όλοι µας. Συλλαµβάνει τα συνθήµατα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της απολύτρωσης και τα βρίσκουµε µεταπλασµένα ποιητικά, φανταστικά, στο ασάλευτο Σκιάχτρο του.
Τί ζητάει το καρφωµένο αυτό οµοίωµα του ανθρώπου; Να σαλέψει, να ξεκολλήσει, να κόψει τα δεσµά του, να ανεξαρτοποιηθεί!
Τόχουνε στήσει για φόβητρο των πανελεύθερων πουλιών, αυτός είναι ο προορισµός του, µα εκείνο άλλα λαχταρά. Να κινηθεί, να πετάξει, να υπάρξει, να δράσει! Και τα πουλιά ψυχανεµίζονται την επιθυµία του, το µήνυµα που εκπέµπει η απελπισµένη προσπάθειά του. Αισθάνονται την κρυφή ελπίδα του ασάλευτου πλάσµατος. Συντρέχουν όλα λοιπόν τον αγώνα του φτερουγίζοντας τριγύρω συµπονετικά και δίνοντάς του οδηγίες.
Και το ονειροπαρµένο Σκιάχτρο µεθυσµένο από λόγια, ιδέες, συµβουλές, παραγγέλµατα ξεχνά ολότελα τον προορισµό του που είναι να τροµάζει τα πουλιά. 'Οχι µόνο δεν προστατεύει το χωράφι µα δίνει και την άδεια να χορταίνουν από τα λαχανικά που έχει στη φύλαξή του.
Και βέβαια κάποτε η ώρα της αποκάλυψης φθάνει (ακριβώς όπως και στα ανθρώπινα). Ο ιδιοκτήτης ξεσκεπάζει την αλήθεια.
Εδώ αρχίζει η φαντασία του Ευγένιου Τριβιζά να κοχλάζει. Με τη δίκη αρχίζει η υπερβολή, η σάτιρα, ο οίστρος, τα απρόοπτα. [...] (από τον πρόλογο της Α΄ έκδοσης)