Το βιβλίο περιλαμβάνει τρεις βασικές ενότητες, ενώ απευθύνεται σε κυνηγούς μαγισσών όπως και σε κοινούς ανθρώπους της εποχής. Η πρώτη ενότητα εξετάζει, μέσα από σύντομα ερωτήματα και απαντήσεις, το κατά πόσο οι μάγισσες είναι υπαρκτές ή αποκύημα φαντασίας, καταλήγοντας πως υφίστανται πέρα από κάθε αμφιβολία, όπως άλλωστε και ο Διάβολος, από τον οποίο αντλούν τις δυνάμεις τους. Στη δεύτερη ενότητα, οι συγγραφείς παρουσιάζουν μέσα από περιστατικά τους τρόπους δράσεις των μαγισσών, όπως και μεθόδους με τις οποίες κάποιος μπορεί να προφυλαχτεί από εκείνες. Στη τρίτη ενότητα, οι ιεροεξεταστές εξηγούν τους βασανισμούς και τις δοκιμασίες που πρέπει να υποστούν οι κατηγορούμενοι για μαγεία ώστε να αναγνωριστεί η ενοχή τους, όπως και κάθε άλλο μέτρο που πρέπει να τηρηθεί στο πόλεμο της Εκκλησίας κατά των Σκοτεινών Τεχνών.
Το κείμενο χρησιμοποιήθηκε για αιώνες από τους Χριστιανούς ως πηγή αναφοράς σε θέματα δαιμονολογίας, αν και δεν χρησιμοποιήθηκε άμεσα από την Ιερά Εξέταση, η οποία έγινε διαβόητη για τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες της. Μετά τη δημοσίευσή του, η μαγεία έγινε ευρύτερα αποδεκτή ως πραγματικό και επικίνδυνο φαινόμενο. Η Εκκλησία θα χαρακτήριζε τελικά τη μαγεία ως το μεγαλύτερο από τα εγκλήματα και τις αμαρτίες που υπάρχουν και θα την ανήγαγε στο επίπεδο της αίρεσης - ως αποτέλεσμα, οι διώξεις και οι ποινές έγιναν περισσότερο βάναυσες.