Ο Κίμων, μια αδάμαστη και γενναία ψυχή, γεννημένος στην Αθήνα την ταραγμένη εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, προσπαθεί να ακολουθήσει τον άνεμο που του ψιθυρίζει και εμπλέκεται σε κάθε είδους περιπέτεια. Από μικρό παιδί ήταν διαφορετικός από τους συνομηλίκους του κι αυτό έμελλε να παίξει ρόλο στην πολυτάραχη ζωή του αλλά και στη ζωή της αγαπημένης του αδερφής Ξανθίππης. Αυτή ήταν η μοναδική σταθερά που τον συνέδεε με την τρομακτική πραγματικότητα της εποχής του και το μοναδικό άτομο που κατάφερνε κάποιες στιγμές να γαληνέψει την τρικυμισμένη του ψυχή.
«Ο μόνος δίκαιος κριτής είναι ο Χάρος» ήταν σκαλισμένο στη λαβή της κοπίδας του και ήταν κάτι που αποδείχτηκε σοφό. Το είδε να ισχύει σε όλο τον γνωστό κόσμο που ταξίδεψε.
Αυτός ήταν ο μοναδικός και απαράβατος νόμος όταν κάποιος ανήκε στις Οχιές.
Το τατουάζ της οχιάς στο δεξί στήθος ήταν το σημάδι που αποτελούσε την ταυτότητα αυτού που το είχε. Του έδινε το δικαίωμα να κάνει αυτό που «έπρεπε» χωρίς καθόλου τύψεις, ακόμη κι αν απέναντί του είχε κάποιον όμοιο. Ήταν μάλιστα υποχρέωσή του να κάνει αυτό που «έπρεπε» όταν ο περιστασιακός αντίπαλος έφερε αυτό το σημάδι.
Ο Κίμων λοιπόν τα έζησε όλα.
Ρούφηξε τη ζωή του μισθοφόρου μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Μέχρι που «ο πιο δίκαιος κριτής» τον ειδοποίησε ότι η ώρα της απονομής δικαιοσύνης ήταν πολύ κοντά.
Και ο Κίμων επέστρεψε στη σίγουρα ζεστή και αεικίνητη αγκαλιά της αδερφής του, της δέσποινας Ξανθίππης, για να διηγηθεί μια ολόκληρη ζωή.
Της το χρωστούσε.
Η Ξανθίππη στάθηκε δυνατή μέχρι το τέλος. Κανένα κύμα, όσο τεράστιο κι αν ήταν, δεν κατάφερε να τη μετακινήσει ούτε ένα εκατοστό από τις βασικές αρχές της αγάπης της.
Και, ίσως, ευλογήθηκε από τους θεούς να δει και τη συνέχεια.