Ο Πατριάρχης της οικογένειας Μπεναβίντες, μόλις έχει οδηγηθεί στην τελευταία του κατοικία. Μετά από πολλά χρόνια πατάνε πάλι το πόδι τους συγγενείς και γείτονες στο σπίτι της Μπερνάρντα, το σπίτι όπου θα παιχτεί η τραγωδία. Η Μπερνάρντα, γυναίκα του, μάνα πέντε κοριτσιών, περιφρονεί χωρίς προσκόμματα -περήφανη και αυθάδης καθώς είναι- όλους όσοι έρχονται να τη συλλυπηθούν, και τους κάνει λιανά: Μετά τον θάνατο του κύρη της, στέκεται πια μόνη σ’ αυτήν τη ζωή, με τα πέντε κορίτσια της γεμάτα φόβο και μίσος απέναντί της, περιφρονημένα απ’ όλους. Όμως η ίδια είναι ικανοποιημένη. Τώρα πια ισχύει η θέλησή της και η διαταγή της είναι νόμος. Κανείς δεν θα τολμήσει να καταργήσει αυτό το καθεστώς. Έχει φροντίσει να ζουν όλοι μέσα σ’ αυτό το σπίτι με αυταπάρνηση και φόβο, κάτω από το βάρος και την πίεση των σκονισμένων παραδοσιακών αντιλήψεών της περί ηθικής. Μόνο η Αγκούστιας, κόρη της Μπερνάρντα από τον πρώτο γάμο, μπορεί να μιλάει τις νύχτες με άντρα, τον αρραβωνιαστικό της Πέπε ελ Ρομάνο· ενώ οι υπόλοιπες είναι κλειδωμένες στο σπίτι και πρέπει να δουλεύουν, για να ετοιμάσουνε την προίκα τους, με το ενδεχόμενο του δικού τους γάμου.
Όμως η μάνα δεν μπορεί να κλειδώσει και να φυλακίσει τις σκέψεις και τους πόθους των υπόλοιπων κοριτσιών.
Το τελευταίο έργο του ισπανού συγγραφέα και ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα -επικεντρωμένο σε ζητήματα καταπίεσης και συμβιβασμού- γράφτηκε το 1936 προμηνύοντας το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία.