Ο Δημήτρης Δημητριάδης (γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη) είναι χωρίς άλλο μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου: πολυσχιδής λογοτέχνης σε όλα τα είδη, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, στοχαστής και σχολιαστής του πνευματικού βίου και των πολιτισμικών γεγονότων, από τους πολυγραφότερους λογοτέχνες και δραματουργούς, ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξαιτίας της ασύμμετρης πρόσληψης των έργων του, καθώς μόλις μετά το millenium αποκτά μια κάπως μονιμότερη σχέση με τη θεατρική σκηνή. Ταυτόχρονα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταμοντέρνας δραματουργίας, η οποία δεν συμπίπτει ακριβώς με το λεγόμενο «μεταδραματικό» θέατρο, γιατί η αισθητική υπόσταση των έργων του είναι, κυρίως, κειμενική, γλωσσική και μάλιστα ποιητική. Ως εκ τούτου, είναι και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το γεγονός ότι ο ελληνικός μεταμοντερνισμός παρουσιάζει κάποιες σημαντικές αποκλίσεις από τον διεθνή μεταμοντερνισμό, παρά το γεγονός ότι ο Δημητριάδης βρίσκεται σε στενή επαφή με το σύγχρονο γαλλικό θέατρο και το πρώτο του έργο παραστάθηκε στο Παρίσι ήδη το 1968. Θα είχε ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς τις ελληνικές ιδιαιτερότητες της πρόσληψης του μεταμοντερνισμού στη δραματογραφία με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες του μοντερνισμού γύρω στη στροφή του αιώνα στο «θέατρο των ιδεών» (1895-1922), στον βαθμό που ο λεγόμενος «μεταμοντερνισμός» συνεχίζει και ορισμένα χαρακτηριστικά του κλασικού μοντερνισμού, ενώ άλλα τα ανατρέπει.