Το δεύτερο μέρος της τριλογίας γουέστερν είναι ένα πολυεπίπεδο αριστούργημα. Σε αυτό το έργο ο συγγραφέας καταπιάνεται με τον θεσμό της δουλείας παραμονές του εμφυλίου πολέμου της Αμερικής και πραγματικά κεντάει. Όταν το ξημέρωμα θα έρθει, αφεντικά και δούλοι θα βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο και τότε ο νόμος του ισχυρού θα επικρατήσει. Το έργο είναι αμείλικτο, βίαιο, σκληρό, βάναυσο, όπως αρμόζει στη συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας. Ο συγγραφέας πλάθει έναν κόσμο γεμάτο συγκρούσεις και αντιθέσεις και μέσα σε αυτό το ταραγμένο, πολιτικά και ιστορικά, πεδίο σκιαγραφεί χαρακτήρες διαλεκτικούς με έντονες προσωπικότητες και από τις δυο πλευρές. Πολύ σωστά δεν παρασύρεται από την αγάπη που έχει για τους βασανισμένους και κολασμένους της γης και έτσι περιγράφει τον κόσμο των δούλων ασπρόμαυρα, γεμάτο με μικρότητες αλλά και μεγαλείο. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από έναν ήρωα - σύμβολο της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Τον μπαρμπα-Θωμά. Ο συγγραφέας επίτηδες τον τοποθετεί μέσα σε αυτήν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα όπου το άδικο και ο εξευτελισμός των ανθρώπων κυριαρχούν, και τον αντιμετωπίζει διαλεκτικά: Ο μπαρμπα-Θωμάς έχει και αρνητικό και θετικό ρόλο στην εξέγερση. Όταν το φως θα δώσει τη θέση του στο σκοτάδι όχι μόνο δε θα επέλθει η λύτρωση, αλλά η φρίκη θα φανεί σε όλο της το μεγαλείο. Όπως και στο πρώτο μέρος ο άπλετος ήλιος σήμαινε όλεθρο και καταστροφή. Ωστόσο, το έργο δεν είναι τελείως κατάμαυρο. Ο συγγραφέας αφήνει από μια χαραμάδα, μια αχτίδα φωτός, μια αχτίδα ελπίδας. Και αυτό είναι το πραγματικά θαυμάσιο. Μέσα σε όλη αυτήν τη μαυρίλα, η ήττα δε θα είναι ολοκληρωτική. Δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτική. Πάντα κάτι διασώζεται. Πρόκειται για ένα βαρύ έργο, με μια άγρια ομορφιά, με κινηματογραφικό μοντάζ, γρήγορο ρυθμό, αρίστη κλιμάκωση του σασπένς όπου όλα οδηγούνται σ' ένα φινάλε επιβλητικό και μεγαλειώδες, μαλερικών διαστάσεων θα έλεγε κανείς, που ενδέχεται να σοκάρει με την αποτρόπαια και σκληρή γλώσσα του, τους συντηρητικούς.