Οι φωτιές υψώνονταν για ημέρες στον βραδινό ουρανό. Η τροφοδοσία του ρεύματος είχε πλέον πέσει και οι φλόγες έδιναν μια γκροτέσκα ατμόσφαιρα στον νυχτερινό ουρανό. Ήταν οι τελευταίες εστίες των επιζώντων, καθώς έδιναν μια έσχατη απεγνωσμένη μάχη με τις στρατιές των νεκροζώντανων. Ήταν, όμως, μια χαμένη μάχη. Ήταν πολλοί, γρήγοροι, ορμούσαν μαζικά, πάνω από κάθε εμπόδιο και πάνω από όλα... δεν πέθαιναν! Οι θύλακες των επιζώντων ήταν μικροί και δεν είχαν μεγάλη δύναμη πυρός. Μέχρι να καταλάβει ο κόσμος τι γίνεται, και πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα των ζόμπι, είχε καταρρεύσει κάθε οργανωμένη δομή της κοινωνίας. Οι ορδές των νεκροζώντανων είχαν σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά τους, και όχι μόνο αυτό, μετά από κάθε μάχη οι νεκροί σηκώνονταν και μεγάλωνε η στρατιά τους. Κοίταξε μέσα από το περισκόπιο του όπλου του και κάτω από τον νυχτερινό ουρανό σημάδεψε διαδοχικά κεφάλια νεκροζώντανων, αλλά δεν πάτησε τη σκανδάλη. Δεν είχε νόημα. Θα έδινε τη θέση τους, χωρίς να κατόρθωναν τίποτα. Χρειάζονταν ένα σχέδιο για να σπάσουν τον θανάσιμο κλοιό, αλλιώς τις επόμενες ημέρες θα γίνονταν και αυτοί μέρος της στρατιάς των νεκρών. Θα τους μύριζαν, δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσουν...