Απέλαση· η πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή ενός κράτους εξαναγκάζει άτομο αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους να αναχωρήσει αμέσως ή μέσα σε σύντομη προθεσμία, απαγορεύοντάς του συγχρόνως οπωσδήποτε την επάνοδο σε μεταγενέστερο χρόνο. Η απέλαση διακρίνεται από την έκδοση κατά το μέτρο που η τελευταία αναλύεται σε μια διεθνή διαδικασία που προβλέπεται από τη δεδομένη κατά περίπτωση διεθνή σύμβαση και που στοχεύει στην παράδοση του δράστη μιας ποινικά αξιόποινης πράξης στις αρχές του κράτους που τον αναζητεί για να τον δικάσει ή για να τον υποβάλει στην εκτέλεση ποινής που του έχει ήδη επιβληθεί. (. . . ) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)