1977, καλοκαίρι. Στο θέατρο του Λυκαβηττού παρακολουθώ μια παράξενη παράσταση. Είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Μ. Μέσκε, με μαριονέτες που μιλούν μια άγνωστη γλώσσα: σουηδικά. Έχω μόλις τελειώσει το σχολείο και η επαφή μου με την αρχαία τραγωδία περιορίζεται στις όχι ιδιαίτερα ευχάριστες αναμνήσεις από το μάθημα των αρχαίων και σε μια ή δυο παραστάσεις του "Εθνικού" - προσεγγίσεις κλασικότροπες που απέχουν κάθε νεωτερισμού, αφού ο στόχος τους είναι μάλλον διδακτικός παρά ερευνητικός. Απ' την άλλη, το κουκλοθέατρο για μένα ήταν τότε ο "Μπάρμπα-Μυτούσης" - μικρόσωμες μαριονέτες σε παραστάσεις που απευθύνονταν μόνο σε παιδιά. Αυτό που περίμενα να δω, επομένως, ήταν μια "παιδική" παράσταση ενός αρχαίου δράματος σε μια διασκευή κατάλληλη για τα παιδιά μιας άλλης χώρας. Θα την παρακολουθούσα εξοπλισμένη με τα κλισέ μου και με τη διάθεση της εκκολαπτόμενης παιδαγωγού και μαριονετίστριας. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)