Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος, και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο - τρεις κατσάδες, πότε από τη θεία του, πότε από τη μαγείρισσα, πότε από την Αγγλίδα δασκάλα και πότε από την τραπεζιέρα, και κάθε λίγο αναγκάζουνταν ν' ανακατώνεται ο θείος. Σαν έφθανε απέξω ο θείος και άκουε την καινούρια αταξία του Αντώνη, το αγαθό του πρόσωπο αγρίευε όσο μπορούσε, σούρωνε τ' άσπρα του φρύδια και, κουνώντας το σταχτί του κεφάλι, έλεγε αυστηρά: - Αντώνη, ακούω πάλι πως έκανες αταξίες ! Φοβούμαι πως, δε θα τα πάμε καλά! Αυτές ήταν οι σοβαρές περιστάσεις. Άκουε η Αλεξάνδρα, η μεγάλη αδελφή, και ντρέπουνταν για τον αδελφό της. Άκουε η Πουλουδιά, η μικρότερη αδελφή, κι ένιωθε την καρδιά της να παίζει τούμπανο. Άκουε και ο μικρός ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο πάτωμα, με το δάχτυλο στο στόμα, και αποφάσιζε μέσα του πως εκείνος δεν ήθελε να γίνει έτσι κακό παιδί σαν τον Αντώνη. [...] (Από το κεφάλαιο Οι βώλοι) Οι βώλοι Οι κατσίκες Στο λόφο της Καστέλας Γειτονόπουλα Ο Γιάννης Ο ναργιλές Στραβοτιμονιές Μπάτης ο Γρουσούζης Μπάτης ο Γουρλής Η μάχη Αντώνης ο ήρωας Η βάρκα Η ραφτομηχανή Μπαρμπαγιάννης Κανατάς Πουλουδιάς θράσος Βασιλικά δώρα Τρελαντώνης