Οι πληροφορίες για τις γλωσσικές περιστάσεις και εμπειρίες, μέσα στις οποίες οι αρχαίοι τραγικοί παρουσίασαν τις δικές τους γλωσσικές αποκλίσεις, είναι ανύπαρκτες. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει και ο αγώνας με τη αντίσταση και την μοναξιά των κειμένων. Κειμένων των οποίων τις λέξεις μπορούμε να ερμηνεύσουμε εννοιολογικά, είναι όμως αδύνατον να τους ξαναδώσουμε το διάχυτο λειτουργικό άρωμά τους. Για να περιοριστώ σε μιαν απλή, περίπου μονοκύτταρη, έκφραση άλγους: "αιαί", "ιώ", "οιμοί", "ε", "ώμοι", "φευ", "οι", "ιού", "εή", "οτοτοτοί", "πύππαξ", "πόποι", είναι μια ποικιλία επιφωνημάτων που χρησιμοποιούν ο Αισχύλος στην Ορέστεια και ο Ευριπίδης στις Τρωαδίτισσες. Επειδή, σαφώς, τα διαφορετικά αλλά ταυτόσημα αυτά επιφωνήματα δεν χρησιμοποιούνται απλώς χάριν ποικιλίας, βάσει ποίων στοιχείων θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε και να καταλάβουμε τη διαφοροποιούμενη, και κατά περίσταση επιδιωκόμενη, αισθητική λειτουργία τους; Επιπλέον: πέρα από τα ήδη κορεσμένα "αλί" "αχ" και "οϊμένα", με ποια άλλα μέσα θα ήταν δυνατόν να ανταποκριθούμε μεταφραστικά στη διαφοροποίηση αυτή;
Σχετικά με τις Τρωαδίτισσες, η μεταφορά ορισμένων σημείων τους στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας έγινε μέσα από αντιστοιχίες του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου, επώνυμου είτε ανώνυμου. Η επιλογή ήταν εσκεμμένη γιατί τα πάθη τους είναι ακόμα τόσο οικεία όχι μόνο στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα μνήμη μας. Εσκεμμένα επίσης, ορισμένες λέξεις που εννοιολογικά έχουν σήμερα διαφοροποιηθεί, διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με την αρχική σημασία τους.
(Θ. Βαλτινός, "Τρωαδίτισσες Α΄", Κρασί και νύμφες. Μικρά κείμενα επί παντός)