Είναι που υπάρχει κάτι ακόμα πιο σμικρό κι από το θάνατο, αυτό που σβήσαμε με τη γομολάστιχα των παιδιών, στον μαυροπίνακα της Ιστορίας, η Ιστορία, η τελευταία μας ψευδαίσθηση. Όταν έκανε κρύο στα μη ζεσταμένα σπίτια μας, ζεσταινόμασταν με τη μνήμη των προγόνων μας, σκεφτόμασταν ότι οι προπάπποι μας ήταν ημίθεοι. Οπωσδήποτε. Τίποτα λιγότερο. Όμως τελικά ήρθαν, οι αλήτες, να αφανίσουν, με οβίδες, να μας πουν ότι πολύ απλά δεν υπήρχαμε. Άρχισαν λοιπόν από τα λιόδεντρα, συνέχισαν με τους δενδρόκηπους, ύστερα με τις πολυκατοικίες, κι όταν όλα όσα απαριθμήσαμε είχαν πια εξαφανιστεί, έριξαν ανάκατα παιδιά, γέρους και νιόπαντρους, νεκρούς ή ημιθανείς, σε τάφο ομαδικό, και παράχωσαν τα πάντα, κι όλα αυτά για να πουν στον κόσμο των νεκροζώντανων ότι δεν υπήρχαμε, ότι δεν είχαμε υπάρξει ποτέ και πως έτσι, λοιπόν, δικαίως… μας εξολόθρευσαν.