Η Αγκνιέτα Μπρούµαν αποχαιρετά τα εγγόνια της, που φεύγουν από τη λευκή βίλα της στη Στοκχόλµη, όταν χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη της γραµµής ακούγεται µόνο µία λέξη, στα γερµανικά, «Γκάιγκερ» – «Βιολιστής».
Για χρόνια η Αγκνιέτα έτρεµε στην ιδέα ότι θα ερχόταν αυτή η στιγµή, που ξέρει πολύ καλά τι σηµαίνει. Παίρνει το όπλο της από την κρυψώνα του, βιδώνει τον σιγαστήρα και γλιστράει πίσω από τον ανυποψίαστο σύζυγό της.
Πατάει τη σκανδάλη και αµέσως εξαφανίζεται, αφήνοντας πίσω το πορτοφόλι και τα κλειδιά της. Αν και η δολοφονία αυτή δεν εµπίπτει στις αρµοδιότητές της, η αστυνοµικός Σάρα Νόβακ είναι η πλέον κατάλληλη για την εξιχνίαση της υπόθεσης.Μεγάλωσε µε την οικογένεια των Μπρούµαν, περίπου ως η «τρίτη» κόρη τους, τους γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν. Αυτό όµως που η Σάρα δε γνωρίζει είναι ότι η έρευνά της θα την οδηγήσει σ’ έναν κυκεώνα αποκαλύψεων σχετικά µε την πραγµατική ταυτότητα και το σκοτεινό παρελθόν αυτών που θεωρούσε οικογένειά της…
Το τηλέφωνο χτύπησε τέσσερις φορές.
«Ναι;»
«Ο Γκάιγκερ είναι νεκρός».
Μια απειροελάχιστη παύση, µια παύση για µισό δευτερόλεπτο, και όλα ήταν ξεκάθαρα.
«Δεν έχω ιδέα για τι πράγµα µιλάτε. Μάλλον πήρατε λάθος νούµερο».
«Άκουσέ µε», είπε βιαστικά πριν εκείνος το κλείσει.
«Πρέπει να συνεργαστείς, αν θες να ζήσεις. Βρισκόµαστε στην ίδια θέση. Ο Γκάιγκερ είναι νεκρός. Ξέρω ποιοι το έκαναν και δεν πρόκειται να σταµατήσουν. Κρύψου, µην ανοίγεις την πόρτα, µη σηκώνεις τηλέφωνα. Θα βρίσκοµαι κοντά σου σε οχτώ ώρες. Θα στείλω µήνυµα απ’ αυτό το κινητό όταν είµαι έξω απ’ την πόρτα σου»