Κοίταξα τις φλέβες των χεριών μου,
δεν θύμιζαν άνοιξη.
Τα δέντρα που φύτρωναν στο σώμα μου,
τα κλαδιά που ανοίγονταν μέσα στη σάρκα μου,
δεν ήταν ικανά να ανθοφορήσουν.
Διψασμένα τα χείλη μου τραγουδούσαν επίμονα,
επίπονα έβγαιναν τα τραγούδια από το σώμα μου
για να βρουν τον παγωμένο μου αέρα.
Πορτοκαλί ασπίδες φωτός με υπερασπίζονταν,
τη γιατρειά μου είχαν αναλάβει όλα τα φωτεινά αντικείμενα,
όμως εγώ για πάντα αγγίζω το σκοτάδι,
Με δάχτυλα γυμνά, ολότελα αφημένα και παραδομένα
στους χειμώνες και στα όχι που διαρκούν
από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο,
οδυνηρά, ανυποχώρητα, θανατηφόρα.
Κοίταξέ με κι εσύ για να πειστείς.
Είμαι η θαλασσιά γυναίκα που γεμίζει το τοπίο
κρεμασμένη από τα ίδια τα κλαδιά της,
με μια φωνή αιχμηρή που τραγουδά αδιάκοπα
στροφή στροφή τον θάνατο
ακόμη κι όταν ούτε καν τον αναφέρει.