Δεν είχε μπει καλά-καλά ο Σεπτέμβρης κι οι πρώτες δυνατές μπόρες θύμιζαν ότι το φθινόπωρο χτυπούσε την πόρτα όχι και με τόσο καλές τις διαθέσεις του. Οι αντάρες είχαν γεμίσει τις ρεματιές και τις πλαγιές των βουνών και μόνο, εδώ κι εκεί, κάποια ψιλόλιγνη κορυφή πρόβαλλε το κεφάλι της, σα να μην ήθελε από πάνω της αυτό το πουπουλένιο πάπλωμα, λες και της έκοβε την ανάσα. Μια τέτοια αντάρα είχε φωλιάσει και στο μυαλό του κυρ-Γιάννη, του πατέρα της Μάρως και του Λάμπρου, και δεν έλεγε να το κουνήσει ρούπι. Όσο κι αν προσπαθούσε να απαλλαγεί κι άλλα πράγματα να σκεφτεί, αυτή τον βασάνιζε μέρα και νύχτα. Του είχε γίνει συγκάτοικος και συνοδοιπόρος, μόνιμος βραχνάς.Το μόνο που απόμεινε ήταν να βρει την κατάλληλη στιγμή και να ανακοινώσει στη Βαγγελιώ, την κυρά του, όλα όσα τον βασάνιζαν τώρα τελευταία.