Οδήγησαν τη μάνα μου σε ένα πρόχειρο οίκημα που έπαιζε το ρόλο στρατιωτικού νοσοκομείου ή κάτι τέτοιο. Και εκεί σε κάποιο κρεβάτι κείτονταν ένα ανθρώπινο ον που κάποτε ήταν ο άνθρωπος που αγάπησε. Στα τριάντα δύο του χρόνια. Χωρίς δόντια, κατάμαυρος, μελανιασμένος, με τα κρέατα σχεδόν να κρέμονται σε μια άμορφη μάζα, ανακατεμένα με ξεραμένα μαύρα υπολείμματα από σάρκες και αίμα. Η μάνα μου έμεινε άφωνη να κοιτάζει το θέαμα, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει την ανθρώπινη μορφή. Δεν ξέρω αν δεν αναγνώριζε ή δεν ήθελε να αναγνωρίσει αυτό που έβλεπε. Ο μικρός δίπλα της την έβγαλε για λίγο από την αφασική της κατάσταση. - "Ο μπαμπάς... ο μπαμπάς..." Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν πέσει κάτω λιπόθυμη...