Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Από μικρό παιδί είχε δείξει την κλίση του στις τέχνες, ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα ήδη από την ηλικία των 7 ετών. Την καλλιτεχνική του φύση την στήριξε ιδιαίτερα η μητέρα του. Στο σχολείο δεν θεωρούνταν καλός μαθητής, αφού εκείνες τις ώρες προτιμούσε να παίζει. Στο σπίτι όμως η βιβλιοθήκη της μητέρας του τραβούσε όλο το ενδιαφέρον του. Το 1925 τελείωσε το σχολείο και μετακόμισε με την αδερφή του στην Αθήνα. Εκεί ξεκίνησε να εμπλέκεται στους λογοτεχνικούς κύκλους αλλά πολύ νωρίς έκαναν εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια της φυματίωσης, ασθένεια που είχε ξεκληρίσει ήδη σχεδόν όλη του την οικογένεια. Πέρασε τα επόμενα χρόνια σε θεραπευτήρια, όπου γνώρισε την επίσης παθούσα Μαρία Πολυδούρη. Η κοινή τους αγάπη για την ποίηση δημιούργησε μια στενή φιλία μεταξύ τους. Στο μεταξύ, τον συντηρούσε οικονομικά η αδερφή του, έτσι είχε το περιθώριο να συνεχίσει να γράφει. Λίγα χρόνια αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής σε ένα θέατρο της Κυψέλης. Οι συνεχείς παραστάσεις τον ταλαιπώρησαν, με αποτέλεσμα το 1937 να υποτροπιάσει ξανά η ασθένειά του και να αρχίσουν οι επισκέψεις σε σανατόρια. Ένα χρόνο αργότερα έπιασε δουλειά στο Βασιλικό Θέατρο και, στη συνέχεια, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο πόλεμος τον βρήκε καθηλωμένο από την ασθένειά του. Παρόλα αυτά εντάχθηκε στο μορφωτικό τμήμα του ΕΑΜ, με αποτέλεσμα την εξορία του κατά τον Εμφύλιο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952 και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συγγραφή, η οποία έχει ήδη αρχίσει να του φέρνει διεθνή αναγνωρισιμότητα. Έλαβε αρκετά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις για το έργο του και έκανε διάφορα ταξίδια, με κυριότερο την επίσκεψή του ως Έλληνας λογοτέχνης στη Σοβιετική Ένωση. Κατά τη Δικτατορία εξορίστηκε ξανά, αρχικά στη Γυάρο και μετέπειτα στη Λέρο και στη Σάμο. Η υγεία του επιδεινώθηκε δραματικά, μα παρά τον πόνο και τη μοναξιά της εξορίας, δε σταμάτησε να παράγει έργο. Με την πάροδο της Δικτατορίας τα ποιήματά του άρχισαν ξανά να κυκλοφορούν ευρέως και έλαβε αγάπη ακόμα και από κόσμο που δεν είχε σχέση με την ποίηση. Συνέχισε να ταξιδεύει και να γράφει και, μάλιστα, προτάθηκε 2 φορές για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι διακρίσεις δεν σταμάτησαν τα επόμενα χρόνια. Τελικά απεβίωσε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.
Από το εκτενές έργο του Γιάννη Ρίτσου, το οποίο αποτελείται από εκατό και πλέον ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, μεταφράσεις, μελέτες, χρονογραφήματα και άρθρα, ξεχωρίζουν τα:
Τρακτέρ (1934), Πυραμίδες (1935), Επιτάφιος (1936), Εαρινή συμφωνία (1938), Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1952), Αγρύπνια (1954), Πρωινό άστρο (1955), Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956), Χρονικό (1957), Αποχαιρετισμός (1957), 12 ποιήματα για τον Καβάφη (1963), Φιλοκτήτης (1965), Ρωμιοσύνη (1966), Η Ελένη (1972), Τέταρτη διάσταση (1972), 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας (1973), Υμνος και θρήνος για την Κύπρο (1974), Κωδωνοστάσιο (1974), Ημερολόγιο εξορίας (1975), Το σώμα και το αίμα (1978), Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1980), Τα ερωτικά (1981), Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991) και πολλά άλλα.
"Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του."
"Πώς γίνεται οι άλλοι να ορίζουν λίγο-λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν κι εμείς να το δεχόμαστε;"