Το 1967 οι Εκδόσεις Γαλαξία συμπεριέλαβαν στην περιώνυμη μικρόσχημη σειρά τους «Βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων» τα δύο εμβληματικά δοκίμια του Δημητρίου Καπετανάκη «Έρως και Χρόνος» και «Μυθολογία του Ωραίου», που ο ίδιος είχε μεταφράσει από τα γερμανικά, χώρα των μεταπτυχιακών σπουδών του, και τα οποία τον καθιέρωσαν στις νεότερες τότε γενιές ως αινιγματικό συγγραφέα της προσωπικής ομολογίας και ευαισθησίας. Όσοι τον πρωτοδιαβάσαμε στη δεκαετία του 1970, περιμέναμε με ενδιαφέρον να ακολουθήσουν και άλλα παρόμοια έργα του ρηξικέλευθου δοκιμιογράφου. Ο Καπετανάκης είχε φανεί ότι έτρεφε τη συνείδηση μιας υψηλής αποστολής: να υπενθυμίζει την τραγική ευγένεια του πνεύματος. Στο Επίμετρο της έκδοσης του Γαλαξία (σ. 165-170) δημοσιεύεται μεταφρασμένο στα ελληνικά ένα κείμενο του Βρετανού ποιητή και μυθιστοριογράφου William Plomer (1903-1973), ο οποίος γνώριζε τον Καπετανάκη. Γράφει, το 1945: «Ο Δημήτριος ήταν παιδί μιας χώρας όπου είναι συνήθεια να μιλάς για την Ευρώπη σαν κάτι μακρινό και ξέχωρο, και για την Αμερική σαν μια απέραντη και μακρινή γη της επαγγελίας. Στη διαυγή γύμνια της Ελλάδας είχε ονειρευτεί το Βορρά και τη Δύση και το παρόν, τη ξανθή ενεργητικότητα των Γερμανών, τους Εγγλέζους που κάνουν όνειρα και χαμογελούν μες στην ομίχλη τους, την αφάνταστη δραστηριότητα των Αμερικανών.» Ο Πλόμερ γράφει για το φλογερό πάθος αυτού του παιδιού, που είχε ζήσει αρκετά στην Αγγλία για να ανακαλύψει ότι «είμαστε πιο θερμοί απ’ ό,τι φαινόμαστε στην αρχή. Είχε ανακαλύψει σ’ εμάς μια ισορροπία ευγένειας και πνεύματος, όπως έλεγε, που την εκτιμούσε όλο και περισσότερο, είχε ερωτευτεί τη γλώσσα μας και γρήγορα μπορούσε να τη χειριστεί με δύναμη και πρωτοτυπία».
«Ο Δημήτριος Καπετανάκης», έγραφε το 1944 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας απόλυτος Έλλην, ένας Άγγλος ποιητής, ένας περιπλανώμενος διαβάτης της Οικουμένης. […] τα γραφτά του, οι φιλίες του, τα βήματά του, οι πατρίδες του, ο θάνατός του είναι μια εισαγωγή σε κάτι απέραντο. Αυτό,