Το βιβλίο αυτό καλύπτει το κενό που υπάρχει στην ιστορική πολιτική ανάλυση της Κύπρου αναφορικά με τη διερεύνηση των θεσμών, η οποία συσκοτίζεται από την υπερβολική εστίαση σε άτομα-ηγέτες, αλλά και από την προσπάθεια της δεξιάς, που ανέλαβε το κράτος το 1960 όχι απλώς να λογοκρίνει τα έργα και τις ημέρες της από την προηγούμενη περίοδο, αλλά και να περιβάλει με δανεική ιερότητα τις πρακτικές της.
Η δολοφονία του Τριανταφυλλίδη τη δεκαετία του 1930 αποτελεί ένα δείγμα αυτών των ιστορικών συγκαλύψεων. Ακριβώς επειδή η δολοφονία του φαίνεται να αγγίζει τις δύο μορφές της τοπικής δεξιάς: τη «φιλελεύθερη», την οποία εκπροσωπούσε ο Τριανταφυλλίδης και η οικογένειά του· και την εθνικιστική, στην οποία υπήρχε ένα αμάλγαμα θρησκοληψίας και εισαγόμενης εθνικοφροσύνης, και η οποία φέρεται να ήταν πίσω από τη δολοφονία.
Η μεθοδολογία του Αντρίκκου Βαρνάβα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης είναι εξαιρετικά σημαντική από μόνη της, πέρα από τις ιστορικές πολιτικές αποκαλύψεις. Τεκμηριώνει ότι, μέσα από μια νομική και δημοσιογραφική έρευνα, μπορεί να ανασυγκροτηθεί η λογοκριμένη αλήθεια. Ξεκινώντας από τις αναμνήσεις των όσων έζησαν τα γεγονότα, ο Βαρνάβα δείχνει ότι το κλείσιμο της υπόθεσης δεν ήταν πειστικό και ότι η δολοφονία αναδεικνύει ένα σημαντικό ζήτημα της εποχής.
Το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά για την ανάδειξη της γενεαλογίας της ελληνοκυπριακής ακροδεξιάς, των ιστορικών δικτύων και πρακτικών της, για το πώς λειτούργησε και εν μέρει πώς λειτουργεί ακόμα, ως ένα είδος βαθέως κράτους μέσα σε διάφορους θεσμούς.