«Αγαπητέ μου Κύριε Εγγονόπουλε,
Συγχωρήστε με που δε Σας έγραψα νωρίτερα. Κι αυτό: Πρώτον, γιατί καθώς έλειπα απ' την Αθήνα, πληροφορήθηκα, με καθυστέρηση αρκετών ημερών, τη δημοσίευση της συνέντευξής Σας της 17ης Σεπτεμβρίου στα «Νέα», δεύτερον γιατί είχα -κι έχω ακόμα· αλλά και ποιος δεν έχει;- διάφορα βάσανα με την υγεία μου (από μιας απόψεως, ίσως καλύτερα που είναι περισσότερα, γιατί έτσι ο ένας πόνος σε κάνει να ξεχνάς και σου γλυκαίνει τον δεύτερο· άμα κουτσαίνεις κι από τα δυο ποδάρια τα καταφέρνεις και περπατάς καλύτερα παρά άμα κουτσαίνεις μόνο από το ένα) και τρίτον και το κυριότερο, γιατί βρίσκομαι ακόμη σε μεγάλη αμηχανία και υπό το κράτος ισχυρής συγκίνησης και ψυχικής διεγέρσεως από τη στιγμή που πρωτοδιάβασα την προμνημονευθείσα συνέντευξή Σας.
Διεξήλθα άπειρες φορές το κείμενο και τους αφορισμούς Σας, από την πρώτη γραμμή ως την τελευταία, και από την τελευταία πάλι πίσω ως την πρώτη, και σχεδόν τα έχω μάθει απέξω. Και κάθε φορά, μετά παλμών καρδίας, άπειρα και ανάμικτα συναισθήματα, ευφορίας και αγαλλίασης αλλά και φόβου και πανικού, με κατέκλυαν, άπειρες σκέψεις γεννιόνταν και συνωθούντο μέσα μου, αναμνήσεις και εικόνες ολοκάθαρες αναδύονταν από τη μνήμη μου [...]» (Από την έκδοση)