έρρωμένος, -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του pώννυμι, χρησιμ. ως επlθ., αυτός που βρ[σκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το άρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., έρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.·υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.·επίρρ. έρρωμέvως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.