Η αρχή της νομιμότητος αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την αυθυπαρξία μιας κρατικής οντότητος, διότι επ' αυτής στηριζομένη ημπορεί να επιβιώνει και ν' αναπτύσσεται. Η έννοια, όμως, της νομιμότητας διαφέρει από κράτος σε κράτος αναλόγως προς την υφή και την προέλευση της νομοθεσίας, η οποία πάντοτε επικαλείται την ιδέα της δικαιοσύνης. Έτσι, δεν είναι να εκπλήσσει το γεγονός, ότι καθεστώτα αντίθετα αλλήλων επικαλούνται την δικαιοσύνη, ώστε δι' αυτής να καθίσταται εφικτή η διαιώνισίς των στην εξουσία. Το ζήτημα περιπλέκεται, όταν πυρήν της νομοθεσίας είναι η θρησκεία, διότι τότε η αντίθεσις προς την νομιμότητα αποκτά επιπροσθέτως και την αντίθεση προς τις ίδιες τις βουλές του θεού, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στο δίκαιο. Η μελέτη που ακολουθεί εξετάζει ακριβώς αυτήν την τελευταία δυνατότητα, αφού υπεισέρχεται στην ανάλυση της καταλύσεως της θείας νομιμότητος σε δύο κατ' εξοχήν θρησκευτικά κράτη, το ελληνορωμαϊκό και το ισλαμικό, και τους τρόπους αντιστάσεως σε μία τέτοια ανωμαλία. Η συγκριτική αυτή μελέτη εμπλουτίζεται με το πολιτειακό πλατωνικόν υπόβαθρον, το οποίον, κατά τον συγγραφέα, καθώρισε και τις πολιτειακές αυτών των δικαιοταξιών επιλογές. Η εργασία αυτή, ευσύνοπτος, πρωτότυπος και περιεκτική, κομίζει νέες αντιλήψεις και θέτει την όλη προβληματική επί νέας βάσεως, αφού τόσον η πηγαία εργασία όσον και η αναλυτική ικανότης του συγγραφέως προσθέτουν άφθονα νέα στοιχεία στην μέχρι τώρα σχετικήν έρευνα. Να σημειωθεί ακόμη, ότι ο συγγραφεύς, ερειδόμενος αυστηρώς επί των δικαϊκών κειμένων, προβαίνει σε μίαν άκρως ενδιαφέρουσα προσθήκη στο Ισλάμ, εισάγοντας τον όρον της "νομίμου εξεγέρσεως", την οποία θεωρεί και, υπό προϋποθέσεις, ως υποχρέωση των πιστών. Σημαντική, τέλος, είναι και η θέσις του συγγραφέως, ότι τα γεγονότα της λεγομένης "αραβικής ανοίξεως" δεν έχουν ιεροδικαϊκόν έρεισμα στο ισλάμ καθ' ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια της νομίμου εξεγέρσεως.