Tην ωριμότερη στιγμή της μέχρι σήμερα δραματουργικής πορείας του Θεοδόση Πελεγρίνη αποτελεί η τριλογία Λάκης και Μάκης, στην οποία διαθλάται ο φιλοσοφικός στοχασμός μέσα από όρους μιας εξόχως ενδιαφέρουσας παραστασιμότητας. Aυτοί οι όροι εξασφαλίζονται εν πολλοίς από τη διαχείριση της πλοκής κατά έναν τόσο παιγνιώδη τρόπο που επιτρέπει ταυτόχρονα την ανάγνωση του έργου ως αστυνομικής κωμωδίας, ιλαροτραγωδίας, λαϊκού δράματος, κοινωνικού, οικογενειακού ή υπαρξιακού δράματος, φιλοσοφικού διαλόγου ή έργου στον απόηχο του θεάτρου του παραλόγου. Aυτό το γεγονός υπαγορεύει παράλληλα πολλαπλές σκηνικές ερμηνείες, ενισχύοντας την όλη θεατρικότητα του κειμένου. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του ως ιλαροτραγωδία, υποδηλώνοντας μια διάθεση αλληλοϋπονόμευσης του νοήματος γύρω από το βάρος της ύπαρξης ή την ελαφρότητα του είναι. Το έργο εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις, καθεμία όμως από τις οποίες διαθέτει τη δική της αυτοτέλεια. Πρόκειται για ένα δραματουργικό σύμπαν αυτόνομο και κλειστό, και στις τρεις πράξεις, καθώς η επικοινωνία με τον έξω κόσμο ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη ή, και όταν δηλώνεται (όπως συμβαίνει στην τρίτη πράξη, όπου ο ένας παρακολουθεί με κιάλια το διαμέρισμα που βρίσκεται απέναντι), συμβαίνει με τρόπο που ενισχύει την αίσθηση αυτοεγκλεισμού των προσώπων στην παράδοξη πραγματικότητα ενός αστικού τοπίου. Oι δύο αντιήρωες, ο Λάκης και ο Mάκης, ως ένα άλλο μπεκετικό δίδυμο με έντονα ωστόσο στοιχεία ελληνικότητας και λαϊκές καταβολές, στα οποία παραπέμπει άλλωστε με παιγνιώδη διάθεση από τον συγγραφέα το όνομά τους, εξαιρετικά όμοιοι αλλά και πολύ διαφορετικοί, ηθικολογούν μέσα στην απραξία τους, ονειροπολούν και χάνονται στις αυταπάτες και στα σκοτάδια της ύπαρξης. Καθώς το παρελθόν των ηρώων απουσιάζει, όπως και βασικά στοιχεία της ταυτότητάς τους, αλλά και της μεταξύ τους σχέσης ― η οποία παραμένει μέχρι τέλους απροσδιόριστη ―, ο θεατής στρέφει την προσοχή του αποκλειστικά στο εδώ και τώρα της σκηνικής δράσης, προσπαθώντας να αντιληφθεί το νόημά της,