Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος παρατηρεῖται μιὰ προσπάθεια ἐξελικτικῆς ἀναθεωρήσεως - κωδικοποιήσεως τοῦ ἕως τότε ἰσχύοντος Ἐθιμικοῦ Δικαίου τοῦ Πολέμου ὡς τμή¬μα¬τος τοῦ Δημοσίου Διεθνοῦς Δικαίου. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἤρχισε μὲ τὴ δήλωση τῶν Παρισίων τοῦ 1856, ἡ ὁποία ἐρρύθμισε θέματα τοῦ Ναυτικοῦ Δικαίου τοῦ Πο¬λέμου. Ἀκολούθησε ἡ σύμβαση τῆς Γενεύης τοῦ 1864 Περὶ τῆς τύχης τῶν τραυ¬ματιῶν τῶν ἐν εκστρατείᾳ στρατευμάτων, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τὴ γενέθλιο ἐμ-φάνιση τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Ἡ πορεία αὐτὴ μέσα ἀπὸ διάφορες βαθμίδες ὁλο-κληρώθηκε διὰ τῶν δύο Συνδιασκέψεων Εἰρήνης τῆς Χάγης τοῦ 1899 καὶ τοῦ 1907. Εἰδικώτερα ἡ ΙΙ συν¬διά¬σκεψη υἱοθέτησε 13 συμβάσεις καὶ μιὰ δήλωση καὶ ἐρρύθμισε τόσο τὸ δίκαιο τοῦ κατὰ ξηράν, ὅσο καὶ τὸ δίκαιο τοῦ κατὰ θάλασσαν πολέμου. Χαρακτηριστικὸ τῶν συν¬διασκέψεων τῆς Χάγης ὑπῆρξε ἡ συμμετοχὴ σὲ αὐτὲς ὅλων σχεδὸν τῶν τότε ὑπαρ¬χόντων κρατῶν - παγκοσμιότητα, ἐνῶ στὶς μέχρι τότε συνελ-θοῦσες διασκέψεις Βιέν¬νης, Παρισίων, Βερολίνου ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ τοῦ Λονδίνου τοῦ 1909 συμμετεῖχον μόνο οἱ Μ. Δυνάμεις. Οἱ υἱοθετηθεῖσες συμβάσεις ἐπέφερον βαθειὲς τομὲς στὸ jus in bello - Ἀνθρωπιστικὸ Δίκαιο, ἐνῶ περιορισμοὶ στὸ jus ad bellum ἐπεβλήθησαν στὴ δεκαετία τοῦ 1920.