Με την πεποίθηση πως ένα ταξίδι ή, έστω, μια περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης είναι, υπό προϋποθέσεις, ικανά να μεταμορφώσουν τη σκέψη και να αλλάξουν τη ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου τα επιχειρήσει συνειδητά, ο αφηγητής της "Μικράς Ικαρίας" μετακινείται στον χώρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το αέρινο πέρασμα του χρόνου.
Όσο καιρό βρίσκεται στην Αθήνα, προτιμά να κάθεται σε μικρές πλατείες, δίπλα στις πολύβουες λεωφόρους, και να παρατηρεί τα ρεύματα του αέρα που ανασηκώνουν τρυφερά τα φορέματα των κοριτσιών. Στην Ικαρία πιάνει θέση, νωρίς το πρωί και αργά τη νύχτα, σε μια βεράντα πάνω από τη θάλασσα ή, σε πείσμα του καιρού, αντέχει το κρύο του χειμώνα παραγγέλνοντας ούζα και κονιάκ σε υπαίθρια καφενεδάκια. Στην Πύλο, οδηγεί το αυτοκίνητό του σε στενούς επαρχιακούς δρόμους, για να καταλήξει σε ερημικές παραλίες αντιμέτωπος, για άλλη μια φορά, με το μέλλον του και με το παρελθόν του. Σύντροφοι στις περιπλανήσεις του είναι μια μεγάλη παρέα νέων ανδρών και γυναικών, που διαρκώς ανανεώνει τις εκπλήξεις της συνύπαρξης, είναι εκείνη που την αποκαλεί Λατρεμένη του και κάποιο βιβλίο που πάντοτε βρίσκεται στην τσάντα ή στην τσέπη του.
Έτσι που, συχνά, η "Μικρά Ικαρία" να μετατρέπεται από μυθιστόρημα για την περιπλάνηση και την αυτογνωσία σε ένα ιδιότυπο "εγχειρίδιο αναγνωστικής αμεριμνησίας", καθώς ο αφηγητής δοκιμάζει συνεχώς πειραματισμούς και παιχνίδια με τις σελίδες και τις λέξεις των αγαπημένων του συγγραφέων.