« Από εκεί που περνούσαμε, τα βουνά ρουφούσαν σύννεφα. Τα χώματα εύφορα, αλεσμένα, αλλού βροχή, κάπου καπνοί, μπάλες στάχυα, βαμβάκια, πολύ κρύο, πετριχώρ· Κυριακή. Πιο μακριά, στον ορίζοντα, τα σύννεφα απλώνονται, τεντώνονται να πιάσουν τα βουνά, ξεχύνονται πάνω τους, χαϊδεύονται σαν εραστές. Εδώ δεν βρέχει. Από τη θέση του συνοδηγού, τα βλέπω όλα σε υψηλή ανάλυση· Βοριάς. Τα βουνά μένουν βουβά. Με τον τρόπο τους τραβούν τα σύννεφα κοντά κι εκείνα ξαλαφρώνουν πάνω τους. “Ένα μόνο δεν σωπαίνει…”».