Στον απόηχο της πολλαπλής, συστημικής κρίσης, των πολέμων που πολλαπλασιάζονται, της βίας που αυξάνει εκθετικά σε όλα τα επίπεδα, της συστηματικής απαξίωσης του λόγου και της «λογοκρισίας του θορύβου», όπως την ονόμαζε ο Ουμπέρτο Έκο, μιας ατελείωτης φλυαρίας που συγκαλύπτει το σημαντικό και συσκοτίζει το νόημά του, η διαρκής συζήτηση για την ποίηση, τη φύση, τη θέση, τον ρόλο της στη σύγχρονη συνθήκη και οι περί αυτών διαμάχες. Ανέκαθεν οι ανταγωνισμοί του πεδίου αποτυπώνονταν, σε φάσεις όξυνσης των πνευμάτων, με αφορισμούς περί του τι είναι και τι δεν είναι ποίηση. Και τα πνεύματα είναι και σήμερα οξυμμένα, με όρους προφανώς διαφορετικούς από αυτούς της εποχής των πρωτοποριών, του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου, με αναφορά στη σχέση της ποίησης με την πολιτική –υπό την αίρεση του ορισμού της πολιτικής– ή με τη μεταφυσική, με τη ζωή και τον κόσμο· στους τρόπους της επιτελεστικότητας του ποιητικού λόγου. Κι ενώ η επιτελεστικότητα αποτελεί σήμερα λέξη αναφοράς (και) στη σύγχρονη συζήτηση περί ποίησης, η θεώρησή της μοιάζει να μη λαμβάνει, επαρκώς τουλάχιστον, τους όρους της εφαρμογής της στη λογοτεχνία γενικά και στην ποίηση ειδικότερα, όπως προκύπτουν από τις θεωρίες που την πραγματεύονται διαχρονικά και τις αντιπαραθέσεις τους –και αναφέρομαι στον Ώστιν και τον Ντεριντά, τον Μπενβενίστ και τον Κάλερ. Στις συγκλίνουσες και αντιμαχόμενες αυτές θεωρίες, η επιτελεστικότητα έχει συνδεθεί με την αυτοαναφορικότητα και η αυτοαναφορικότητα με τη φόρμα, στον βαθμό που το ποίημα, το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ, εκθέτει και επιτελεί αυτό για το οποίο μιλάει, αποτελεί «πραγμάτωση», «ενσάρκωση» της θεματικής του – και η φόρμα εδώ νοείται σε πολλά και διαφορετικά μακρο- και μικρο-επίπεδα, της ίδιας της ποιητικής συμπεριλαμβανομένης. Παράλληλα, η αντίληψη της ποίησης ως επιτελεστικής την ανάγει σε πράξη και γεγονός, όπως διατείνεται ο Κάλερ για τη λογοτεχνία στο σύνολό της, σε γλωσσική πράξη που δημιουργεί όσα ονομάζει. Ο Ντεριντά έθεσε πολύ νωρίς το ζήτημα της επαναληψιμότητας ως σ